Αυτό όμως, όπως υποστήριξε, δεν θα φέρει αποτελέσματα και η υποχώρηση που επιθυμεί η κυβέρνηση δεν θα συμβεί, εκτίμησε ο πρώην πρωθυπουργός.
Σε συνομιλία του με τον Παύλο Τσίμα είπε ακόμα: «Η κοινή πορεία των χωρών της Ένωσης αποτελεί μια τεράστια επένδυση, την οποία ένα μέλος της δεν μπορεί να θυσιάσει χωρίς σημαντικό κόστος για το ίδιο».
Και συνέχισε: «Το ερώτημα «αν αντέχει η χώρα την επιλογή της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση» δεν μπορεί να τεθεί. Είναι τόσο άσχετο με την πραγματικότητα, όσο και το ερώτημα αν αντέχει ο άνθρωπος τη ζωή. Την ζει ή αυτοκτονεί».
«Η μικρή Ελλάδα θα πρέπει να γίνει η σοβαρή Ελλάδα» τόνισε στη συνέχεια ο κ. Σημίτης και σημείωσε πως «η κύρια επιδίωξη της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Διότι, τι άλλο από έλλειψη εμπιστοσύνης σημαίνει ο μικρός αριθμός ξένων επενδύσεων στη χώρα, ή το γεγονός της συνεχούς αύξησης του επιτοκίου, που θα πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα αν θέλει να δανεισθεί από τις αγορές;».
Επ’ αυτού, ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ιδιαίτερα το πρόβλημα της «έλλειψης ενός δικού μας αναπτυξιακού μοντέλου» και υπογράμμισε ότι με τις αδιάκοπες κωλυσιεργίες της Αθήνας «οι δυνατότητες επανάκαμψης μειώνονται συνεχώς και ο αναγκαίος χρόνος για την επάνοδο στην ομαλότητα αυξάνεται όλο και περισσότερο».
Για την πορεία της ΕΕ ο κ. Σημίτης επεσήμανε το πρόβλημα της «δομικής ανισορροπίας» που τη χαρακτηρίζει – «ο Βορράς πραγματοποιεί πλεονάσματα και ο Νότος ελλείμματα» είπε- και άρα, αν δεν αρθεί αυτή η αδυναμία «οι κρίσεις στην Ένωση θα έρχονται και θα επανέρχονται» τόνισε.
Ο κ. Σημίτης υποστήριξε ότι η διεθνής αλληλεξάρτηση δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχουν κράτη με απόλυτη αυτονομία, καθώς προβλήματα (όπως η μετανάστευση ή η κλιματική αλλαγή) απαιτούν συμπόρευση και συνεργασία.
Αναφορικά με την κρίση, ο κ. Σημίτης παρατήρησε ότι αυτή εξελίσσεται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον πιο δυσμενές, καθώς στη μεν ΕΕ «το 2017 είναι έτος εκλογών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες», ενώ στις ΗΠΑ, η εξωτερική πολιτική Τραμπ φαίνεται πως θα χαρακτηριστεί από έναν «εθνικιστικό ηγεμονισμό».