Τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθαν σε 2,3 δισ. ευρώ για το α’ εξάμηνο του 2024, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 25% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, σύμφωνα με ανάλυση της DBRS για τις ελληνικές τράπεζες.
Συγκεκριμένα, η DBRS εκτιμά πως το α’ εξάμηνο του 2024 ήταν δυναμικό για τις ελληνικές τράπεζες και ενισχύει τις προοπτικές τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παρά τα σημαντικά χαμηλότερα κέρδη από συναλλαγές και άλλα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα, τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και οι καθαρές προμήθειες στήριξαν τα έσοδα το πρώτο εξάμηνο. Χάρη στον έλεγχο του κόστους αντισταθμίστηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις και οι υψηλότερες δαπάνες για ψηφιοποίηση.
Επιπρόσθετα, μειώθηκε το κόστος κινδύνου το α’ εξάμηνο του 2024, αλλά παρέμεινε σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ρευστότητα του τομέα εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τις μεγάλες, αυξανόμενες και σταθερές καταθέσεις, καθώς και από την αυξανόμενη δραστηριότητα εκδόσεων στην αγορά, παρά τις συνεχιζόμενες αποπληρωμές της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας έχουν ενισχυθεί περαιτέρω, ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει αδύναμη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο αντιπρόεδρος της ομάδας αξιολόγησης ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Morningstar DBRS, Andrea Costanzo, εξήγησε: «Τα υψηλότερα βασικά έσοδα, η πειθαρχία στο κόστος και οι χαμηλότερες προβλέψεις για επισφάλειες οδήγησαν σε υψηλότερα κέρδη το πρώτο εξάμηνο του 2024. Ένα ισχυρότερο του αναμενόμενου α’ εξάμηνο του 2024 διαμορφώνει υψηλότερες προσδοκίες για το σύνολο του έτους, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης από την αναμενόμενη ανθεκτικότητας των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων, η οποία αντανακλά την πιο αργή μείωση των επιτοκίων, καθώς και το καλύτερο μείγμα καταθέσεων και το ρυθμό αύξησης των πιστώσεων.
Τα καθαρά περιθώρια (NIM) αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικά από τις αρχικές προσδοκίες, αντανακλώντας μια πιο αργή μείωση των επιτοκίων, καθώς και το καλύτερο μείγμα καταθέσεων και τον ρυθμό αύξησης των πιστώσεων. Ο συνεχιζόμενος έλεγχος του κόστους συνέβαλε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για την ψηφιοποίηση. Το ισχυρότερο από το αναμενόμενο πρώτο εξάμηνο του 2024 ώθησε τις τράπεζες να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για την κερδοφορία το 2024. Το κόστος κινδύνου (CoR) μειώθηκε το α΄ εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αν και παρέμεινε στα υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντανακλώντας τη συνετή προσέγγιση των τραπεζών.
Οι δείκτες κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκαν περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2024, υποστηριζόμενοι από τα συνεχή κέρδη, τους ισχυρότερους ισολογισμούς και τις δράσεις διαχείρισης κεφαλαίου, παρά την επανάληψη της διανομής μερίσματος διανομής μερισμάτων και τη σημαντική αύξηση του όγκου των νέων δανείων. Στο τέλος Ιουνίου 2024, ο μέσος όρος του πλήρως επιβαρυμένου δείκτη CET1 ήταν 15,9%, ενώ ο μέσος δείκτης πλήρως επιβαρυμένων συνολικών κεφαλαίων ήταν 19,5%, αυξημένος από 15,6% και 19%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2023. Ως αποτέλεσμα, τα μέσα αποθέματα ασφαλείας κατά τη διάρκεια του ελάχιστες απαιτήσεις ήταν περίπου 600 μ.β. και 480 μ.β., αντίστοιχα, για το CET1 και το συνολικό δείκτη κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη με τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) που αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος Ιουνίου 2024, αν και μειωμένο από 56% στο τέλος του 2023», σύμφωνα με την DBRS.