Σε δύο ταχύτητες φαίνεται ότι εξακολουθούν να κινούνται τα γραφεία στην ελληνική αγορά ακινήτων.
Στην Ευρώπη αν και οι επενδύσεις σε χώρους γραφείων είναι σημαντικά περιορισμένες, το ποσοστό των μισθωμένων ακινήτων, και συγκεκριμένα κτιρίων, τους πρώτους μήνες του 2024 αυξήθηκε κατά 2%. Για ολόκληρο το 2024, στην Ευρώπη αναμένεται ότι η απορρόφηση γραφειακών χώρων θα παραμείνει στα ίδια περίπου επίπεδα με το 2023, φτάνοντας δηλαδή τα 7 εκατ. τ.μ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην εγχώρια αγορά σύμφωνα με την έρευνα της Delfi Partners παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη στροφή προς βιώσιμα και βιοκλιματικά κτίρια.
Αυτή η μετατροπή δημιούργησε μια αγορά δύο ταχυτήτων, η πρώτη αφορά τα φιλικά προς το περιβάλλον και ενεργειακά αποδοτικά ακίνητα που προσελκύουν υψηλότερες τιμές, ενώ η δεύτερη τα συμβατικά ακίνητα σε περιζήτητες τοποθεσίες που διατηρούν τη ζήτηση τους, αν και οι τιμές τους επηρεάζονται από τις γενικές τάσεις της αγοράς.
Η ελληνική αγορά γραφείων το 2024 παρουσιάζει σήμερα μια ανάμικτη εικόνα, καθώς ενώ το ενδιαφέρον για σύγχρονους, βιώσιμους χώρους εργασίας αυξάνεται μεταξύ των εγχώριων και διεθνών επιχειρήσεων, η αγορά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από μικρότερες συναλλαγές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σήμερα, οι εταιρείες της ενέργειας έχουν αναδειχθεί ως ο κορυφαίος μοχλός ζήτησης χώρων γραφείων, ενώ ακολουθούν οι τράπεζες. Ωστόσο, οι ενοικιαστές προσεγγίζουν το κόστος των ακινήτων με προσοχή, με πολλούς να επιλέγουν την ανανέωση υφιστάμενων μισθώσεων ως μεσοπρόθεσμη στρατηγική για σταθερότητα.
Από πλευράς επενδύσεων, το πρώτο τρίμηνο του 2024 σημειώθηκε περιορισμένη θεσμική δραστηριότητα, με τον συνολικό όγκο να φτάνει τα 58 εκατ. ευρώ. Οι περισσότερες συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν από χρήστες που απέκτησαν χώρο για τις δικές τους δραστηριότητες, γεγονός που αντικατοπτρίζει την προσοχή των επενδυτών εν μέσω υψηλών επιτοκίων.
Το κέντρο της Αθήνας, που περιλαμβάνει τόσο την Κεντρική Επιχειρηματική Περιοχή όσο και την περιφέρειά της, διαθέτει υποδομές παλαιές αλλά καλά συνδεδεμένες με μέσα. Αποτελούμενο κυρίως από γραφεία κατηγορίας Β της δεκαετίας του 1970 και του 1980, η τρέχουσα τάση επικεντρώνεται στην ανακαίνιση και την αναδιαμόρφωση αυτών των κτιρίων για να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες του εργασιακού χώρου και στα υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα.
Ο νότιος τομέας γραφείων βρίσκεται σε περίοπτη θέση κατά μήκος της Λεωφόρου Συγγρού, της Λεωφόρου Βουλιαγμένης και της Λεωφόρου Ποσειδώνος, προσελκύοντας ενοικιαστές υψηλής ποιότητας. Η περιοχή αυτή, ιδιαίτερα κατά μήκος της Αθηναϊκής Ριβιέρας, προσφέρει ελκυστικές ευκαιρίες ανάπτυξης. Με ιδιωτικά κτίρια γραφείων και σημαντική παρουσία ασφαλιστικών και ναυτιλιακών εταιρειών, ο νότιος τομέας ξεχωρίζει, δίνοντας ώθηση στο επενδυτικό τοπίο.
Η βόρεια υποαγορά της Αθήνας ξεχωρίζει ως ένας σημαντικός και καλά εδραιωμένος τομέας γραφείων, με εκτεταμένο απόθεμα και κορυφαίες προσφορές. Πρωταγωνιστικός ρόλο παίζουν οι κορυφαίες τοποθεσίες κατά μήκος της Λεωφόρου Κηφισίας, τμήματα της Αττικής Οδού και τμήματα της Εθνικής Οδού Ε75.
Η Λεωφόρος Κηφισίας, αξιοσημείωτα ανθεκτική, έχει διατηρήσει σταθερά υψηλά ενοίκια, προσελκύοντας σημαντικό ενδιαφέρον από επενδυτικές εταιρείες και ΑΕΕΑΠ για υψηλής ποιότητας, καινοτόμες αναπτύξεις γραφείων.
Με το σημαντικό της απόθεμα γραφείων, η δυτική υποαγορά προσελκύει την προσοχή καθώς μεταμορφώνεται σε σύγχρονο κέντρο γραφείων. Η πρόκληση έγκειται στον επαναπροσδιορισμό της εικόνας της για να ευθυγραμμιστεί με τις προσδοκίες των επενδυτών και των χρηστών.
Ο εξορθολογισμός της φήμης της απαιτεί στρατηγικά μέτρα για την προώθηση της δυναμικής ανάπτυξης και την αντιμετώπιση της αντίληψης της παρακμής. Πρωτοβουλίες όπως το έργο αστικής αναγέννησης του Βοτανικού δίνουν ελπίδες ως μοχλοί αυτής της αλλαγής.
Εξελισσόμενος σε έναν ελκυστικό προορισμό για γραφεία, ο Πειραιάς παρουσιάζει σημαντικό απόθεμα και μια ποικιλόμορφη βάση ενοικιαστών, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα εταιρειών από τον τομέα της ναυτιλίας και της τεχνολογίας.
Πρόσφατες επενδύσεις επικεντρώθηκαν στην περιοχή του Παπαστράτου, εισάγοντας πάνω από 50.000 τετραγωνικά μέτρα σύγχρονων χώρων γραφείων την τελευταία τετραετία. Αυτή η επέκταση συνάδει με τη δημιουργία ενός βιώσιμου εργασιακού περιβάλλοντος, που προωθείται από μια ολοκληρωμένη πρωτοβουλία αστικής ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε ισχυρή ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του 2024, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,7% τριμηνιαία και 2,1% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων κατά 7,1% και της μέτριας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,2%.
Ωστόσο, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,4%, γεγονός που υποδηλώνει προκλήσεις στον εξωτερικό τομέα. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει βελτιωθεί, με ορισμένες τράπεζες να αναβαθμίζονται σε επενδυτική βαθμίδα, οδηγώντας σε μείωση του κόστους δανεισμού και αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Ωστόσο, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο 7,4% τον Μάρτιο του 2024 από 6,6% τον Δεκέμβριο του 2023, αν και παρέμεινε κάτω από τον μέσο όρο του 2023.
Ενώ οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ήταν εντυπωσιακές και οι προβλέψεις παραμένουν αισιόδοξες, η χώρα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση έναντι πιθανών κινδύνων, όπως γεωπολιτικές αβεβαιότητες, προκλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα, κόπωση από τις μεταρρυθμίσεις και πιθανές καθυστερήσεις στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.