Την πρωτιά στον εισερχόμενο τουρισμό της Αθήνας διατήρησε η αγορά των ΗΠΑ, καταγράφοντας τις περισσότερες αφίξεις ξένων επισκεπτών για το 2024.
Συγκεκριμένα, οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στην Αθήνα από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 1.100.000 το 2024, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της «Ετήσιας Έρευνας Ικανοποίησης Επισκεπτών» από την Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) σε συνεργασία με τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) και την GBR Consulting, την ίδια ώρα που η πλειονότητα των Ευρωπαϊκών αγορών παρουσίασαν διψήφια αύξηση σε σχέση με το 2023.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως δήλωσε στο Newsit.gr η Διευθύντρια Επικοινωνίας και Μάρκετινγκ του ΔΑΑ, Ιωάννα Παπαδοπούλου, «διαχρονικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι η πρώτη σε όγκο αγορά ξένων επισκεπτών για εμάς».
«Οι εβδομαδιαίες συχνότητες από και προς Αμερική το 2019 ήταν 46, ενώ πέρυσι ήταν 82 και φέτος θα είναι 103», επισήμανε η κ. Παπαδοπούλου.
Παράλληλα, η Διευθύντρια Επικοινωνίας και Μάρκετινγκ του ΔΑΑ τόνισε ότι «υπάρχει πολύ μεγάλη ανάπτυξη για τη συγκεκριμένη αγορά», προσθέτοντας ότι «είναι πολύ καλή και η δαπάνη κατά κεφαλήν».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σημειώνεται ότι στη δεύτερη θέση των αφίξεων ξένων επισκεπτών στην Αθήνα βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο με 738.000 επισκέπτες (+36%), ενώ ακολουθούν η Γερμανία με 647.000 (+12%), η Γαλλία με 505.000 (+8%) και η Ιταλία με 410.000 επισκέπτες.
Σημαντική αύξηση καταγράφηκε και από αγορές, όπως η Κύπρος (233.000, +11%), η Αυστραλία (175.000, +17%) και η Κίνα (139.000, +45%), γεγονός που δείχνει τη δυναμική επαναφορά της Ασίας στον τουριστικό χάρτη της Αθήνας.
Συνολικά, οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στην Αθήνα για το 2024 εκτιμώνται στα 7,9 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση 12% συγκριτικά με το 2023. Η ανοδική τάση καταγράφεται τόσο στη χειμερινή περίοδο (Νοέμβριος – Μάρτιος), όπου προστέθηκαν 250.000 επισκέπτες (+14%), όσο και στη θερινή περίοδο (Απρίλιος – Οκτώβριος) με 600.000 επιπλέον επισκέπτες (+11%).
Πέρα από τις ΗΠΑ, που αποτελούν το 17% των επισκεπτών της Αθήνας, άλλες σημαντικές αγορές είναι το Ηνωμένο Βασίλειο (10%), η Γαλλία (7%), η Γερμανία (7%) και η Ιταλία (5%).