Το τελευταίο αγκάθι για τις ελληνικές τράπεζες, βρίσκεται κοντά στην επίλυσή του. Ο λόγος για τον αναβαλλόμενο φόρο, ο οποίος αναμένεται να βρεθεί αύριο στο τραπέζι της συνάντησης που, σύμφωνα με πληροφορίες, θα έχει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας με τους Διευθύνοντες Συμβούλους Εθνικής, Eurobank, Alpha Bank και Τράπεζας Πειραιώς.
Πρόσφατα, ο Διοικητής της ΤτΕ είχε αναφέρει ότι δρομολογούνται λύσεις για την αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Και στην κατεύθυνση αυτή, φαίνεται ότι οι τράπεζες έχουν προτείνει λύση που θα πρέπει να λάβει την έγκριση του SSM.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τράπεζες προτείνουν να αυξήσουν το ποσό αποπληρωμής αναβαλλόμενου φόρου ετησίως, επισπεύδοντας έτσι την απόσβεσή του στο 2034 από το 2041.
Υπενθυμίζεται ότι ο αναβαλλόμενος φόρος ήταν ένα μέτρο φορολογικής βοήθειας που δόθηκε στις τράπεζες, με τον νόμο 4172/2013 (νόμος Χαρδούβελη), ως αντιστάθμισμα για τις ζημιές που υπέστησαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων PSI (κούρεμα ομολόγων 2012).
Οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του κουρέματος με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες αποκτούσαν έναν «κουμπαρά» τον οποίο αξιοποιούσαν, συνυπολογίζοντάς τον στα κεφάλαιά τους, ενώ σε ορίζοντα 30ετίας θα αφαιρούσαν από τον «κουμπαρά» τα χρήματα που έπρεπε να καταβάλλουν ως φόρο στο Δημόσιο, μέχρι το ποσό αυτό να μηδενιστεί.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το θετικό για τις τράπεζες είναι ότι το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου προσμετράται στα κεφάλαιά τους. Επομένως, η ΕΚΤ συνυπολογίζει και αυτά τα κεφάλαια, μειώνοντας ισόποσα τις όποιες κεφαλαιακές απαιτήσεις προκύπταν λόγω των στρες τεστ.
Τώρα, όμως, που οι τράπεζες έχουν βγει από την κρίση, έχουν ενισχύσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια και στοχεύουν να αυξήσουν τις διανομές μερισμάτων στους μετόχους τους, επιδιώκουν και οι ίδιες να απεμπλακούν το συντομότερο από τον αναβαλλόμενο φόρο.
Όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τον Ιούνιο του 2024 τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3,7% και ανήλθαν σε 30,2 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 12,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44% το Δεκέμβριο του 2023) και το 50% των συνολικών κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 Capital) (από 53% το Δεκέμβριο του 2023).