Το «κάρο» της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών σέρνουν τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις, ενώ από τα δάνεια λιανικής, τα καταναλωτικά δάνεια τρέχουν με θετικούς ρυθμούς και τα στεγαστικά κλείνουν σταδιακά το αρνητικό έδαφος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2024, σε ό,τι αφορά τα δάνεια προς νοικοκυριά, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων παραμένει αρνητικός, όμως έγινε λιγότερο αρνητικός τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 (στο -1,1%) σε σύγκριση με τη μέση τιμή του 2023 (-2,4%). Αυτή η εξέλιξη οφείλεται αφενός στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία κατέγραψαν μειωμένο ρυθμό συρρίκνωσης, και αφετέρου στην καταναλωτική πίστη, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας ήταν θετικός και συνέχισε να επιταχύνεται.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας, καθώς και των στεγαστικών, αυξήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2024 έναντι του αντίστοιχου δεκαμήνου του 2023 (καταναλωτικά δάνεια: 144 εκατ. ευρώ, από 105 εκατ. ευρώ το 2023, στεγαστικά δάνεια: 112 εκατ. ευρώ, από 92 εκατ. ευρώ το 2023). Η διαρκώς ανοδική τάση της καταναλωτικής πίστης είναι συνεπής με την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η ΤτΕ αναφέρει ότι ζήτηση από πλευράς των νοικοκυριών για στεγαστικές ανάγκες, αλλά και συνολική χρηματοδότηση είτε τραπεζική είτε μέσω του Δημοσίου, υπάρχει, παρά το γεγονός ότι τα υψηλά επιτόκια λειτούργησαν αποτρεπτικά στον νέο δανεισμό. Ενδεικτικό της ζήτησης για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών είναι ότι τα δάνεια που διοχετεύθηκαν μέσω του προγράμματος Σπίτι μου και χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον από δημόσιους πόρους (και μόνο κατά 1/4 από τραπεζικούς) κατέγραψαν γρήγορη απορρόφηση και ανήλθαν σε 339 εκατ. ευρώ (νέες συμβάσεις) (τραπεζική συμμετοχή 85 εκατ. ευρώ).
Επίσης, το 2025 αναμένεται να ξεκινήσει και η επέκταση του εν λόγω προγράμματος, δηλαδή το στεγαστικό πρόγραμμα Σπίτι μου ΙΙ, με συνολικό προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων δανειακά κεφάλαια 1 δισ. ευρώ θα προέλθουν από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και 1 δισ. ευρώ από τις τράπεζες. Το 50% του δανείου – αυτό που θα χρηματοδοτείται από τον RRF – θα είναι άτοκο και το υπόλοιπο θα χορηγείται με έντοκο τραπεζικό δανεισμό.
Σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, συνεχίζουν να κινούνται έντονα ανοδικά. Στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου έτρεξαν με ετήσιο ρυθμό, κατά μέσο όρο, 8,5%, έναντι μέσης τιμής 6,5% το 2023, με τη μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα) να ανέρχεται σε 590 εκατ. ευρώ, έναντι 43 εκατ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2023. Παρομοίως, η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων καθορισμένης διάρκειας (τακτής λήξης) προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024 ανήλθε σε 2,0 δισ. ευρώ (έναντι 1,3 δισ. ευρώ το δεκάμηνο του 2023).
Η αντίστοιχη ροή δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (451 εκατ. ευρώ) αυξήθηκε κατά 24,7% το δεκάμηνο του 2024 έναντι του ίδιου διαστήματος του 2023. Επίσης, το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης χωρίς καθορισμένη διάρκεια (δηλ. των πιστωτικών γραμμών και άλλων διευκολύνσεων) προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 9,6% το δεκάμηνο του 2024 σε σύγκριση με το δεκάμηνο του 2023.