Τετάρτη, 13 Νοε.
14oC Αθήνα

Μεσοπρόθεσμο: Η ανάπτυξη θα φέρει υψηλά πλεονάσματα από το 2023 και μετά

Μεσοπρόθεσμο: Η ανάπτυξη θα φέρει υψηλά πλεονάσματα από το 2023 και μετά

Το 2022 θα είναι η τελευταία χρονιά που η Ελλάδα θα παράξει ελλείμματα. Από την επομένη χρονιά το 2023 και εν συνεχεία, σύμφωνα τουλάχιστον με αυτά που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που σήμερα (23.06.2021) αναμένεται να συζητηθεί και να εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο, επιστρέφει την παραγωγή πλεονασμάτων και μάλιστα υψηλών.

Η βασική φιλοσοφία του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, είναι ότι τα πλεονάσματα θα έρθουν, μέσα από την ανάπτυξη και όχι μέσα από την επιβολή φόρων ή άλλων δημοσιονομικού χαρακτήρα παρεμβάσεων. Σωρευτικά το ΑΕΠ στην 5ετία θα αυξηθεί σε τρέχουσες τιμές, κατά 18,3% και θα υπερβεί τα 217 δισ.

Με βάση το Πρόγραμμα, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA αναμένεται να περιοριστεί από τα υψηλά επίπεδα του 2020 που ήταν το 6,7% του ΑΕΠ και του 2021 που ήταν στο 7,1% του ΑΕΠ, σε μόλις 0,5% του ΑΕΠ το 2022.

Από την επομένη χρονιά, δηλαδή το 2023 αρχίζει ξανά η δημοσιονομική προσαρμογή με πρωτογενές πλεόνασμα 2% και συνεχίζεται με 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025.

Οι στόχοι που έχουν τεθεί στο νέο Μεσοπρόθεσμο οι οποίοι δεν διαφοροποιούνται από εκείνους του Προγράμματος Σταθερότητας προεξοφλούν εκρηκτική αύξηση 30,3% των επενδύσεων που θα είναι ένα ιστορικό ρεκόρ αύξησης εφόσον βέβαια πιαστεί καθώς η Ελλάδα δεν έχει δώσει τα ανάλογα δείγματα γραφής. Όσον αφορά στις εξαγωγές από 10,4% φέτος προβλέπεται να αυξηθούν κατά 13,7% το 2022 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ρυθμό πάνω από 6% τα επόμενα χρόνια που επίσης είναι κάτι πολύ θολό.         

Τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών δεν κρύβουν ότι αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα από τις αντοχές της οικονομίας στα πλήγματα της καραντίνας το πρώτο τρίμηνο του έτους αλλά «δεν πετάνε στα σύννεφα» εκφράζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία για την επίτευξη του νέου αναθεωρημένου στόχου για μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 3,6% ολόκληρο το έτος. Ωστόσο, η ρευστότητα και οι εστίες κινδύνου για τα «μοτέρ» της ανάκαμψης παραμένουν ενώ κομβικό ρόλο για την απρόσκοπτη υλοποίηση των μακροπρόθεσμων μακροοικονομικών σεναρίων παίζει η μείωση του όγκου των κόκκινων δανείων τα οποία τον Δεκέμβριο του 2020 διαμορφώθηκαν σε 47,4 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. ευρώ που ήταν πριν από ένα χρόνο.

Απειλή για την οικονομία αποτελούν και τα χρέη των 6- 7 δισ. ευρώ  που δημιουργήθηκαν στην περίοδο της πανδημίας με το οικονομικό επιτελείο να ψάχνει βαλβίδες εκτόνωσης για τα νοικοκυριά και του επαγγελματίες καθώς εκφράζονται φόβοι για αύξηση αυτής της πίτας με την επανεκκίνηση των φορολογικών υποχρεώσεων από το 2022 και μετά. Τα σχέδια διευκόλυνσης των οφειλετών καταστρώνονται σε συνεργασία με τους θεσμούς ώστε η νέα ρύθμιση να είναι έτοιμη το συντομότερο δυνατό. Για την ώρα αποκλείονται τα σενάρια για κουρέματα στην βασική οφειλή.  

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις επί των οποίων στηρίζεται το ΜΠΔΣ 2022-2025 δεν έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με εκείνες του Προγράμματος Σταθερότητας (ΠΣ) που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Απριλίου, οπότε εξακολουθούν να ισχύουν οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονταν στη σχετική αξιολόγηση από το ΕΔΣ των μακροοικονομικών προβλέψεων του ΠΣ.

Σημειώνεται, πάντως, πως η σχετικά περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οποία ανακοινώθηκε αρχές Ιουνίου, βελτιώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη κατά το 2021.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις