Αποθέωση για τα ελληνικά ομόλογα σε άρθρο της γερμανόφωνης ελβετικςή εφημερίδας "Neue Zuercher Zeitung".
«Τα ελληνικά ομόλογα έχουν γίνει τα αγαπημένα των επενδυτών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι επενδυτές έχουν και πάλι εμπιστοσύνη στη χώρα που διέρχονταν κάποτε κρίση. Ένας άλλος λόγος βαραίνει όμως σαφώς περισσότερο. Πριν από μόλις δέκα χρόνια ήταν το φόβητρο της κεφαλαιαγοράς, ενώ σήμερα κάθε επενδυτής θέλει να τα έχει. Ο λόγος για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Την περασμένη εβδομάδα οι επενδυτές θέλησαν να επενδύσουν 13 δισ. ευρώ σε μία νέα έκδοση. Οι προσφορές υπερέβησαν κατά πολύ τον όγκο τον οποίο επεδίωξαν οι διαχειριστές του χρέους της Ελλάδας. Από τα 2,5 δισ. ευρώ που είχαν στόχο, πήραν τελικά 2,75 ευρώ από τους επενδυτές», γράφει η έγκριτη γερμανόφωνη ελβετική εφημερίδα “Neue Zuercher Zeitung”.
Τα κρατικά ομόλογα με θετικές αποδόσεις έχουν γίνει σπάνια στην Ευρωζώνη
«Το μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόσφατη έκδοση ελληνικών κρατικών ομολόγων δείχνει, αφενός, ότι οι επενδυτές έχουν αρχίζουν να έχουν εμπιστοσύνη στη χώρα που διέρχονταν κάποτε κρίση. Επίσης, και η αλλαγή κυβέρνησης με τον φιλικά διακείμενο προς την οικονομία πρωθυπουργό Μητσοτάκη έχει θετική επίδραση στη διάθεση των επενδυτών. Αλλά αυτοί δεν είναι πιθανώς οι αποφασιστικοί λόγοι για την υψηλή ζήτηση για την τοποθέτηση αυτή. Αντικατοπτρίζει πρωτίστως την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επικρατεί στην κεφαλαιαγορά του ευρώ. Τα κρατικά ομόλογα με θετικές αποδόσεις έχουν γίνει σπάνια στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα προσφέρει για το επταετές ομόλογο ένα κουπόνι 1,875%, κάτι εντυπωσιακό, αν δει κανείς τις αποδόσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, οι αποδόσεις στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης είναι αρνητικές.
Σχεδόν δέκα χρόνια πριν, λόγω της κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, το κόστος αναχρηματοδότησης είχε αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε η πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά είχε αποκλειστεί και η Ελλάδα έπρεπε να αιτηθεί ένα πακέτο βοήθειας. Μόλις πριν από ένα χρόνο έληξε το τρίτο πακέτο βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Έκτοτε, η Ελλάδα εξασφάλισε ήδη δύο φορές χρήματα από την αγορά κεφαλαίων κεφαλαιαγορά. Οι συνθήκες βελτιώθηκαν γοργά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων μειώθηκαν περισσότερο από 200 μονάδες βάσης, στο 2,2% από την αρχή του έτους».
Και η εφημερίδα της Ζυρίχης καταλήγει: «Στην αγορά, οι επενδυτές εικάζουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα ξεκινήσει ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Και μόνο η προοπτική επιστροφής σε αυτήν την πολύ επεκτατική πολιτική οδήγησε ήδη σε απότομη πτώση των αποδόσεων σε όλη την Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες – και στην Ελλάδα. Η χώρα, η οποία έπρεπε να διασωθεί από την πτώχευση λιγότερο από μια δεκαετία πριν, μπορεί να αναχρηματοδοτείται σήμερα με παρόμοιους όρους όπως εκείνους των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται από τους οίκους αξιολόγησης ως εκδότης μη επενδυτικής κατηγορίας. Δικαίως, πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν για τις προφανείς στρεβλώσεις. Λόγω των χαμηλών και μηδενικών επιτοκίων οι επενδυτές προχωρούν συνεχώς σε στοιχήματα με ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο και έτσι διοχετεύονται κεφάλαια σε κατηγορίες τοποθετήσεων, οι οποίες χωρίς την πολιτική των κεντρικών τραπεζών θα καταχώριζαν λιγότερο υψηλές ταμειακές εισροές. Οι επενδυτές πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε αστάθειες».