Σε όλες τις αναλύσεις αξιολόγησης του δημόσιου χρέους των Οίκων Αξιολόγησης, αναμφίβολα τα κριτήρια που αφορούν στην αναπτυξιακή πορεία της εγχώριας οικονομίας, έχουν κεντρική θέση, καθώς εκεί φαίνεται να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Η διαρκής παρουσία πρωτογενών πλεονασμάτων είναι αυτή που σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του χρέους (χαμηλά επιτόκια δανείων επίσημου τομέα) εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της εξυπηρέτησής του μακροπρόθεσμα.
Το κυρίαρχο όμως στοιχείο, που αφορά την πραγματική αιτία/απειλή ξαφνικής και ραγδαίας επιδείνωσης και ανατροπής της προαναφερθείσας πορείας του χρέους – και έτσι την βιωσιμότητα της εξυπηρέτησής του – έχει να κάνει με το γεγονός της σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Αυτής που έχει συνδεθεί και υλοποιηθεί με την δραστική, κατακόρυφη και πρωτοφανή στα ευρωπαϊκά τραπεζικά δεδομένα μείωση της «ζημιάς» των Npls και Npes στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς τον κίνδυνο να απομακρυνθεί καθόλου από την αλήθεια, ότι η «διάσωση» της ελληνικής οικονομίας έγινε μέσα από δύο ουσιαστικά πράξεις που απείχαν χρονικά σχεδόν μία δεκαετία η μία από την άλλη:
- Η πρώτη πράξη ήταν η δανειοδότηση από GLF, EFSF/ESM και η αναδιάρθρωση στην βάση αυτού του δανεισμού, του δημόσιου χρέους.
- Η δεύτερη ήταν η «αποστείρωση» του τραπεζικού συστήματος από τα λεγόμενα κόκκινα δάνεια (Npls και Npes).
Καμία από τις δύο αυτές πράξεις, από μόνη της, δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την «διάσωση» της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2018, ενώ η δεύτερη ολοκληρώνεται τώρα με την δρομολόγηση του Ηρακλή ΙΙΙ μετά από τον Ηρακλή Ι και ΙΙ.
Όπως επιβεβαιώνει η Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετικό πρόσφατο δημοσίευμά της, ο δείκτης Npes των συστημικών τραπεζών μειώθηκε στο 3,6% τον περασμένο Ιούνιο από 4% τον Δεκέμβριο του 2023 και 5,9% στα τέλη του α’ εξαμήνου του 2023. Ήτοι απέχει πλέον ελάχιστα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αν σ’ αυτά συμπεριληφθούν και τα δάνεια των μη συστημικών τραπεζών, ο επίμαχος δείκτης διαμορφώνεται σε 7,5% τον Ιούνιο του 2024 έναντι 8,8% τον ίδιο μήνα του 2023.
Προφανώς τον καθοριστικό ρόλο στην μείωση αυτή έπαιξε του πρόγραμμα «Ηρακλής» που, σύμφωνα με την DBRS, μέσα από 17 συναλλαγές, οι οποίες έλαβαν κρατικές εγγυήσεις, ύψους 19,2 δισ. ευρώ, οι συστημικές τράπεζες μπόρεσαν να μειώσουν τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που είχαν φτάσει το 2017.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ανακοινώσεις στον επικείμενο Ηρακλή ΙΙΙ, θα συμπεριληφθούν υπόλοιπα πακέτα των συστημικών τραπεζών όσο και πακέτα των δύο μη συστημικών τραπεζών Παγκρήτιας και Αττικής, γεγονός που επιτρέπει την βιώσιμη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
Όλο αυτό βέβαια έγινε δυνατό μόνο μετά την κατ’ εξαίρεση αρχική παραχώρηση αξιολόγησης zero risk στα ομόλογα που έχει «νοικιάσει» στις τράπεζες ως εγγύηση το ελληνικό δημόσιο (όταν ακόμα δεν υπήρχε investment grade διαβάθμιση του χρέους) για να προχωρήσει η τιτλοποίηση και «πώληση» του κόκκινου χρέους.
Παρ’ όλα αυτά η Moody’s δεν παραχώρησε investment grade αξιολόγηση και οι άλλοι Οίκοι αξιολόγησης που την παραχώρησαν, διατηρούν την βαθμίδα αξιολόγησης τόσο κοντά στο non investment grade, που κάνει το ελληνικό χρέος να απέχει ελάχιστα από ένα πισωγύρισμα.
Τι κρατάει ακόμα το ελληνικό χρέος σ’ αυτή την επισφαλή και ίσως επικίνδυνη ζώνη; Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τις επισφάλειες του τραπεζικού συστήματος το οποίο – όπως επιβεβαιώνει πρόσφατη μελέτη της BIS – παραμένει, όπως και ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, εξαιρετικά ευάλωτο στις αλλαγές της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπάρχουν και επιπλέον λόγοι, όπως οι αναβαλλόμενοι φόροι που εμφανίζονται ως κεφάλαιο από τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και το επίφοβο διεθνές «μέλλον» της αγοράς του τιτλοποιημένου κόκκινου χρέους. Αυτό του οποίου η έκπτωση εγγυήσεων θα μπορούσε να προσθέσει αρκετές μονάδες επιπλέον χρέους στο δημόσιο χρέος.
Ακριβώς από αυτή την πλευρά της πραγματικότητας έχει αλλάξει και ο τρόπος αποτύπωσης, από πλευράς Βρυξελλών, αυτής της εγγυοδοτικής πράξης προς τις τράπεζες όσο αφορά τον Ηρακλή ΙΙΙ. Παρεμπιπτόντως υπάρχουν επίσης και κάποιες άλλες γραφειοκρατικές λογιστικές πράξεις ή αλλιώς … εκκρεμότητες, από πλευράς των κοινοτικών φορέων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρεκκλίσεις (καθυστέρηση της πτωτικής του τάσης) από την προβλεπόμενη πορεία του δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια.
Όλα αυτά, αλλά κυρίως η επιτυχής ή μη διαχείριση, της μεγάλης και καθοριστικής σημασίας επιχείρησης του Ηρακλή Ι – ΙΙ – ΙΙΙ, είναι αυτή που θα επιτρέψει ή θα καθυστερήσει, τον επόμενο κύκλο αναβάθμισης του χρέους.
Πότε; Πιθανώς -στο καλό σενάριο- από το δεύτερο εξάμηνο του 2025 και μετά.
Αρκεί το διεθνές περιβάλλον για τα ευρωπαϊκά ομόλογα να μη υποστεί βίαιες ανατροπές από τις επόμενες κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών στην αγορά συναλλάγματος. Από εκείνη την πλευρά, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της BIS, θα πρέπει να περιμένουμε καταιγίδες που κάποια από αυτές ίσως χρειαστεί να ονομασθεί… «δολάριο».