Ο γερμανικός οίκος Scope επιβεβαίωσε την αξιολόγηση BB+ για την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, αλλά αναβάθμισε τo outlook σε θετικό από ουδέτερο.
Παράλληλα, βλέπει πλέον ανάπτυξη κατά 6% το 2022 ισχυρά αναβαθμισμένη από το 4,9% που προέβλεπε τον Ιούλιο, αλλά και μείωση του ρυθμού στο 1,1% το 2023 αντί του 2,1% που εκτιμούσε προηγουμένως.
Προβλέπει ότι ο πληθωρισμός σε επίπεδο έτους θα διαμορφωθεί στο 9,5% το 2022, θα υποχωρήσει στο 5,4% το 2023 και τελικά στο 2,4% το 2024.
Τέλος, το ποσοστό της ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 12,4% το 2022, να υποχωρήσει στο 12,1% το 2023 και στο 12% το 2024.
Όπως αναφέρει η έκθεση, η αξιολόγηση της Ελλάδας με ΒΒ+ και θετικό outlook αντανακλά σύμφωνα με τον οίκο τους ακόλουθους παράγοντες:
1. Ενίσχυση της ευρωπαϊκής στήριξης προς την Ελλάδα, η οποία αντανακλά τις αλλαγές που έχουν επέλθει μετά την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού στη στήριξη των ευάλωτων κρατών – μελών της ευρωζώνης από παρεμβάσεις νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντικατοπτρίζει, από το 2020, καινοτομίες της ΕΚΤ με το πρόγραμμα αγορών ομόλογων και χαλάρωση των κανόνων που το συνόδευαν, ώστε να αποδεχθεί τα ελληνικά ομόλογα παρόλο που ο δανειστής δεν διέθετε επενδυτική βαθμίδα. Η εν λόγω στήριξη από το Ευρωσύστημα ενισχύθηκε περαιτέρω το τρέχον έτος. Τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την καινοτομία των συλλογικών δημοσιονομικών προγραμμάτων της ΕΕ, μετά την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,4% του μέσου όρου του ΑΕΠ του 2021-26), παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους, καταδεικνύουν ένα πιο διαρκές ευρωπαϊκό στήριγμα πέραν της κρίσης του κορονοϊού, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να δαπανήσει σε δημόσιες επενδύσεις.
2. Ισχυρότερη από την αναμενόμενη πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της άνω των δυνατοτήτων πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, του χαμηλού μέσου επιτοκιακού κόστους του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου χρέους και της προσδοκίας πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων έως το 2023.
3. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν σημαντικά τα υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και βελτίωσαν ουσιαστικά τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, παράλληλα με πολιτικές ευθυγραμμισμένες με τη χρηματοδότηση από τη διευκόλυνση ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο που κινητοποιούν τις επενδύσεις και ενισχύουν την ανάκαμψη.
Όπως αναφέρει ο οίκος, η αναθεώρηση του οutlook αντικατοπτρίζει και τις ανανεωμένες αξιολογήσεις της Scope για την Ελλάδα στις κατηγορίες “εγχώριος οικονομικός κίνδυνος”, “δημοσιονομικός κίνδυνος” και “κίνδυνος χρηματοοικονομικής σταθερότητας” και αντιπροσωπεύει τη γνώμη της Scope ότι οι κίνδυνοι στις αξιολογήσεις των κρατών είναι γενικότερα ανοδικοί τους επόμενους 12-18 μήνες.
Ωστόσο, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις: πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, που αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη αδυναμία καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον ρίσκο για τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες της ευρωζώνης εν μέσω αυξημένου πληθωρισμού και αυξήσεων των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. H Scope θα θεωρούσε περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις του δείκτη χρέους της Ελλάδας ως πιστωτικά θετικό γεγονός. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής δομής του χρέους της, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους και μικρότερους μέσους όρους διάρκειας του νέου χρέους, συνιστά μια πρόκληση.
Δευτερευόντως, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, τις ενισχυμένες διασυνδέσεις των εθνικών τραπεζών και τα ακόμη υψηλότερα ΜΕΔ σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ευρωζώνης, αντικατοπτρίζουν μία πιστωτική αδυναμία.
Τέλος, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, υπό τη μορφή της μέτριας μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής, της υψηλή ανεργίας, της περιορισμένης οικονομικής διαφοροποίησης, της ακαμψίας της αγοράς εργασίας και της ασθενούς αξιολόγησης των τομέων που αλληλεπιδρούν με το εξωτερικών.
Όπως σημειώνει ο οίκος, οι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν κατά μία βαθμίδα στην “επενδυτική βαθμίδα” εάν, μεμονωμένα ή ταυτόχρονα:
i) η διατήρηση της ευρωπαϊκής στήριξης στην Ελλάδα ενισχύσει την υπόθεση της ενισχυμένης ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης των ελληνικών αγορών χρέους και της βιωσιμότητας του χρέους της μετά τις επερχόμενες εκλογές και πέρα από την κρίση του Covid-19; ii) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και βιώσιμη δυναμική έναντι του δημόσιου χρέους iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και/ή iv) περιοριστούν οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Αντίθετα, το outlook θα μπορούσε να αναθεωρηθεί σε “Σταθερό” εάν, μεμονωμένα ή παράλληλα: i) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν ή αποδεικνυόταν αναποτελεσματική, πυροδοτώντας πιο αυστηρά σενάρια στις αγορές. ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμείνουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέλθει πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αναστρέφοντας την τρέχουσα τροχιά μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους· iii) οι κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα ενταθούν εκ νέου, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον κρατικό ισολογισμό και/ή iv) εξασθενίσει η δέσμευση για μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα μετά τις εκλογές του 2023, μετριάζοντας τις προοπτικές για περιορισμό των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύοντας την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη.