Διαβάστε τι αναφέρουν οι Financial Times, η Wall Street Journal και το πρακτορείο Bloomberg για τα αίτια της μεγάλης πτώσης των μετοχών της Deutsche Bank.
Η Deutsche Bank εξετάζει την επαναγορά ορισμένων ομολόγων της για να μπορέσει πιθανόν να αντιμετωπίσει τις μαζικές πωλήσεις της μετοχής της αυτό τον μήνα, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν ότι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα δεν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τα ομόλογά της υψηλότερου ρίσκου, όπως αυτά που μπορούν να μετατραπούν υπό προϋποθέσεις σε μετοχές (CoCos), αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Οι απώλειες της μετοχής της τράπεζας περιορίσθηκαν χθες το βράδυ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, αφού έγινε γνωστή η είδηση αυτή, αλλά η βουτιά που έκανε στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης αυτό τον μήνα έχει αφαιρέσει περισσότερα από 4 δις ευρώ από τη χρηματιστηριακή της αξία. Οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για το αν ο Διευθύνων Σύμβουλος της Deutsche Τζον Κράιαν μπορεί να αναδιαρθρώσει με επιτυχία την τράπεζα, καθώς η μεταβλητότητα στις αγορές πλήττει τα κέρδη της και οι δικαστικές έρευνες εναντίον της απειλούν να αυξήσουν τις δαπάνες της. Με τέτοιες ανησυχίες να βαραίνουν τις μετοχές και τα ομόλογα της τράπεζας, η εταιρεία μπορεί να επιδιώξει να επιτύχει κεφαλαιακά κέρδη με την επαναγορά ομολόγων της σε τιμές χαμηλότερες των ονομαστικών τους.
Δημοσίευμα της Wall Street Journal αναφέρει ότι η Deutsche αποτελεί την επιτομή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Η αδύναμη κερδοφορία της θα πάρει χρόνια για να αυξηθεί και αυτό κάνει πολύ δύσκολη την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της γερμανικής τράπεζας, η οποία θα πρέπει να αυξηθεί έως το 2019, σημειώνει η εφημερίδα. Η αλήθεια είναι, σημειώνει η WSJ, ότι η Deutsche έχει καταγράψει εμπροσθοβαρώς το κόστος της αναδιάρθρωσής της, περιλαμβανομένων ζημιών 1 δις ευρώ το 2015, και έχει προγραμματίσει την πληρωμή σχεδόν 8 δις ευρώ για δικαστικές δαπάνες: Τα 5,5 δις ευρώ ως προβλέψεις και άλλα 2,2 δις ευρώ που θεωρεί ως ενδεχόμενες προβλέψεις. Αυτό το κόστος, προσθέτει το δημοσίευμα, είναι αρκετό, αλλά όχι όσο θα έπρεπε, καθώς τα πιο πρόσφατα προβλήματα, που σχετίζονται, για παράδειγμα, με τις έρευνες για ξέπλυμα χρήματος στη Ρωσία, μπορεί να αυξήσουν πολύ τον λογαριασμό για τη Deutsche.
Αν και η γερμανική τράπεζα έχει άφθονα μετρητά για να αγοράσει ομόλογά της, αναφέρει το Bloomberg, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση για την επαναγορά και αυτή μπορεί να θεωρείται για την ώρα μη ελκυστική ενέργεια, δήλωσε πηγή που έχει γνώση των συζητήσεων της εταιρείας. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, η επαναγορά θα εστίαζε στα ομόλογα υψηλής διαβάθμισης που έχει εκδώσει η τράπεζα και πιθανότατα δεν θα περιλάμβανε το πιο ριψοκίνδυνο χρέος της, όπως τα CoCos. Εκπρόσωπος της γερμανικής τράπεζας αρνήθηκε να κάνει σχόλιο για το θέμα αυτό.
Η Deutsche έχει εκδώσει ομόλογα υψηλής διαβάθμισης (που δεν έχουν λήξει ακόμη) ύψους περίπου 53,8 δις ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, ενώ η σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης του συνολικού χρέους της, ύψους 144 δις ευρώ, είναι έξι χρόνια.
Ο Κράιαν δήλωσε με υπόμνημα στους εργαζόμενους ότι η τράπεζα «είναι σταθερή σαν βράχος». Η εταιρεία, πρόσθεσε, έχει μεγάλη «δυνατότητα και δέσμευση να πληρώνει κουπόνια (τοκομερίδια) στους επενδυτές» που κατέχουν τα CoCos της. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε χθες από το Παρίσι στην τηλεόραση του Bloomberg ότι δεν ανησυχεί για την Deutsche Bank. Οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν την πτωτική τάση των τιμών των ομολόγων της. Οι τιμές αυτές υποχώρησαν 2,07% από την αρχή του 2016 έως προχθές, με βάση τον δείκτη υψηλής διαβάθμισης ομολόγων τραπεζών της Ευρωζώνης που καταρτίζει η Bank of America Merrill Lynch, έναντι κέρδους 0,63% του δείκτη αναφοράς. Η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έχει μειωθεί 41% από την αρχή του έτους, ενώ το κόστος προστασίας από το ενδεχόμενο μη αποπληρωμής των ομολόγων της έχει υπερδιπλασιασθεί.
Τα ομόλογα χαμηλής διαβάθμισης της Deutsche που λήγουν τον Απρίλιο του 2025, ύψους 1,5 δις ευρώ και με επιτόκιο 4,5%, έχουν υποχωρήσει 9,8 σεντς από την αρχή του έτους στα 82,56 σεντς στο δολάριο, με την απόδοσή τους να έχει εκτιναχθεί στο 7,1%.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ