Τελικά ο σούπερ Μάριο δεν έκανε πίσω στις αρχικές του προθέσεις. Παρά τις πιέσεις να δοθεί έμφαση στην δημοσιονομική πειθαρχία με τίμημα μία πιθανή (όσο ποτέ άλλοτε) ύφεση, εντούτοις δεν πτοήθηκε και παρουσίασε ένα ισχυρό πρόγραμμα στήριξης της πραγματικής οικονομίας της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα μπορεί για την ώρα να μην είναι από τους άμεσους κερδισμένους, δεδομένου ότι στο ορατό μέλλον η ΕΚΤ δεν θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα, αφού αυτά δεν έχουν επενδυτική αξιολόγηση, εντούτοις αφενός ελπίζει ότι αυτό θα συμβεί σχετικά σύντομα και αφετέρου θα δει το κόστος χρήματος, όπως αυτό εκφράζεται από τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν σημαντικά, κάτι που ήδη έγινε μετά τις ανακοινώσεις Ντράγκι. Το 10ετές υποχώρησε και κάτω από το 1,5%.
Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, προχώρησε σε αυτό που πίστευε θέλοντας να γράψει ιστορία, παρά να συμβιβαστεί υποχωρώντας στις πιέσεις για άλλο μίγμα πολιτικής.
Έτσι λοιπόν κλειδώνει τα επιτόκια στο μηδέν και υπόσχεται απεριόριστη ρευστότητα στο σύστημα και το κυριότερο ίσως, χωρίς χρονικό περιορισμό, δηλαδή ίσως και για… πάντα. Η ΕΚΤ μείωσε το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο -0,5%, από -0,4% και ανακοίνωσε την επανεκκίνηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από την 1η Νοεμβρίου, με τις αγορές ομολόγων να ορίζονται σε 20 δισ. ευρώ μηνιαίως.
Πρόκειται για ένα νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης (QE) χωρίς «ταβάνι», αφού δεν δόθηκε χρονικός ορίζοντας ενώ δεν αποκλείστηκε και η αλλαγή του κανόνα του 33% για να αυξηθεί το εύρος των επιλέξιμων τίτλων. Παράλληλα, η ΕΚΤ εφαρμόζει μέτρα για να «αποζημιώσει» τις τράπεζες, αφενός χαλαρώνοντας τους όρους για τα μακροπρόθεσμα δάνεια TLTRO και αφετέρου εξαιρώντας την πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών από το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων.
Στην τελευταία μεγάλη του παράσταση από τη θέση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Ιταλός μίλησε για όλους και για όλα. Μπορεί να μην έκανε τη μεγάλη έκπληξη αλλά καθησύχασε τις αγορές πριν δώσει τη σκυτάλη στην Κριστίν Λαγκάρντ. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να ζητήσει από τις πλεονασματικές χώρες (βλ. Γερμανία) να προχωρήσουν σε δημοσιονομική χαλάρωση για να τονώσουν τη ζήτηση πριν είναι αργά.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, είπε ότι το QE θα διαρκέσει για όσο κριθεί απαραίτητο έτσι ώστε να ενισχυθεί ο αντίκτυπος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και θα τερματιστεί λίγο πριν ξεκινήσει ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων.
Όμως την ίδια ώρα, η Ευρωτράπεζα άλλαξε τη ρητορική της για τα επιτόκια. «Εκτιμούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα υφιστάμενα ή χαμηλότερα επίπεδα μέχρι να δούμε τις προοπτικές για τον πληθωρισμό να συγκλίνουν δυναμικά προς ένα επίπεδο επαρκώς κοντά αλλά χαμηλότερα από το 2%», ανέφερε ο Ντράγκι στην εισαγωγική του τοποθέτηση.
Η αλλαγή πλεύσης δείχνει ότι ο Ιταλός χρησιμοποίησε τελικά τις λεπτομέρειες για να πει όσα δεν του επέτρεπαν οι πιέσεις που δεχόταν από την γερμανική πλευρά. Ουσιαστικά, ο Ντράγκι είπε στη συνέντευξη τύπου ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν «κλειδωμένα» για περίπου δύο χρόνια ακόμη. Διότι σύμφωνα με τις σημερινές προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 1,2% το 2019 και θα υποχωρήσει στο 1% το 2020 πριν ανακάμψει στο 1,5% το 2021. Κατά συνέπεια, η όποια συζήτηση για τα επιτόκια δεν πρόκειται να γίνει πριν τα μέσα του 2021.
Στο νέο QE δεν «χωράει» η Ελλάδα αλλά θεωρείται δεδομένο ότι θα ωφεληθεί έμμεσα από τη μείωση των αποδόσεων, ενώ δεν αποκλείεται αυτή τη φορά να προλάβει να ενταχθεί και επισήμως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει στόχο την επιστροφή στην κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα» μέσα στο 2020, ενώ αναλυτές εκτιμούν ότι με τα σημερινά όρια του 33% στα ομόλογα που μπορεί να έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ επί του συνόλου του χρέους μιας χώρας-μέλους, το QE θα «τρέξει» για περίπου 12 μήνες.
Όμως ο επικεφαλής της ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής του κανόνα που σημαίνει ότι η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να διαρκέσει έως και το 2021, αυξάνοντας τις πιθανότητες εισόδου των ελληνικών τίτλων.
Η πρώτη ανάγνωση των δηλώσεων και των ανακοινώσεων Ντράγκι από τις αγορές ήταν πολύ θετική, στέλνοντας σε νέα «βουτιά» τις αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης και σε νέο ιστορικό χαμηλό το ελληνικό 10ετές του οποίου η απόδοση υποχώρησε κάτω από το 1,5%.