Αυτές τις ημέρες το Υπουργικό Συμβούλιο, ως όφειλε, οριστικοποιεί το λεγόμενο Μεσοπρόθεσμο Οικονομικό Πρόγραμμα που κατατίθεται στην Κομισιόν.
Πρόκειται για τον περιβόητο οικονομικό οδικό άξονα που αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση βαδίζει σύμφωνα με τις υποδείξεις του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Ο σχεδιασμός αυτός αφορά την περίοδο 2025 – 2028 και σαν τέτοιος περιλαμβάνει τις προβλέψεις για το πως θα κινηθεί η οικονομία. Από την άποψη αυτή δείχνει το τι σκέφτεται η κυβέρνηση ότι πρόκειται να συμβεί στην ελληνική οικονομία την επόμενη τετραετία, στην βάση βέβαια της εφαρμογής της δικής της πολιτικής.
Μερικά «νούμερα» είναι ενδεικτικά για το τι και πως σκέφτεται το οικονομικό επιτελείο.
Αλλά και το πόσο μακριά είναι από το να υπολογίζει στα σοβαρά την ελληνική πραγματικότητα μέσα στο διεθνές και ειδικά το ευρωπαϊκό περιβάλλον…
Το πρώτο που χτυπάει στο «μάτι» είναι ότι για την επόμενη τετραετία προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας (στα όρια του 2%) θα υπολείπεται του πρωτογενούς πλεονάσματος (2,4% ΑΕΠ). Με άλλα λόγια η «εξοικονόμηση» του πλεονάσματος στην ουσία δεν θα προέρχεται από την αύξηση της οικονομίας, παρά μόνο κατά ένα μέρος του.
Και αυτό θα συμβαίνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας δηλαδή του ΑΕΠ θα υπολείπεται επίσης του ύψους των επιτοκίων (που αναμένεται να παραμείνουν πάνω από το 3%). Με άλλα λόγια οι τόκοι σαν ποσοστό του κεφαλαίου θα είναι μεγαλύτεροι του ρυθμού με τον οποίο θα αυξάνεται η οικονομική δραστηριότητα και το οικονομικό της αποτέλεσμα.
Ανάλογη είναι και η συσχέτιση των δημόσιων επενδύσεων που παραμένουν – μακράν – κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε. αν εξαιρέσουμε βέβαια τις επενδύσεις που «θα» γίνουν με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο λήγει κανονικά το 2026, δηλαδή σε δύο χρόνια. Δηλαδή στην αυξητική τάση του ΑΕΠ που θα συμβάλει το Ταμείο Ανάκαμψης, θα πρέπει να συνυπολογιστεί αφ’ ενός το κόστος των δανείων του ΤΑ και αφετέρου η αποτελεσματικότητα της συμβολής των επενδύσεων αυτών, χρονικά αλλά και σε απόλυτα μεγέθη, άμεσα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε για πολλοστή φορά από τα Οικονοκλαστικά ότι η διαχείριση των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων έχει αλλάξει καθοριστικά με το νέο επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Αυτό στερεί πλέον με τον νέο κανονισμό το δικαίωμα να αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες (και επενδύσεις) σε συνάρτηση με την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Όσο και αν αυξηθούν – και αυξάνονται λόγω υψηλού ΦΠΑ – τα έσοδα των φόρων η αύξηση των δαπανών ουσιαστικά «παγώνει» καθώς η όποια αύξηση επιτρέπεται να καλύπτει ΜΟΝΟ τις ωριμάνσεις των προβλεπόμενων αυξήσεων των δαπανών για το συνταξιοδοτικό, τους μισθούς και κυρίως τα εξοπλιστικά.
Δεν υπάρχει καμία σημαντική αύξηση σε πραγματικούς όρους ούτε για Υγεία, Παιδεία, ή πολύ περισσότερο τις επενδύσεις (εκτός ΤΑ).
Με αυτά τα «δεδομένα» σε μια οικονομία της οποίας η παραγωγική δομή δημιουργεί ένα αυξανόμενο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της τάξης του 7,5% του ΑΕΠ (!), είναι να απορεί κανείς με το που μπορεί να στηριχθεί αυτό το περίπου 2% ανάπτυξη ετησίως μέχρι και το 2028.
Και μάλιστα σε μία οικονομία της οποίας ο δημόσιος τομέας συμπιέζει την δυνατότητα αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης τόσο – κύρια – στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί αναφέρουμε την καταναλωτική δαπάνη; Μα γιατί στην ελληνική οικονομία το 70% του ΑΕΠ στηρίζεται στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.
Ας αφήσουμε όμως αυτή την περίεργη… αλγεβρική προσέγγιση του οικονομικού επιτελείου για την πορεία της εγχώριας οικονομίας και ας δούμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιτευχθεί αυτός ο στόχος κατά ένα μαγικό παρ’ όλα αυτά τρόπο.
Ας δούμε το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Και ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην μία από τις βασικότερες αν όχι κύρια πηγή κακοδαιμονίας και προβλημάτων στην οικονομία της Ευρωζώνης, στην ενέργεια. Τι περιμένουμε να συμβεί στον τομέα αυτό που καθορίζει το κόστος λειτουργίας της οικονομίας;
Μια ματιά αρκεί για να δούμε τα νέα σοβαρότερα προβλήματα.
Πρόσφατα όπως όλοι γνωρίζουμε από τις διεθνείς ανακοινώσεις όσο αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, που καθόρισε αυτή την βασική ανατροπή για την οικονομία της Ευρωζώνης, δηλαδή τον πολλαπλασιασμό του ενεργειακού κόστους, «έκλεισε» μία συμφωνία για την χρηματοδότηση της Ουκρανίας μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε.
Η συμφωνία αυτή προβλέπει την χρηματοδότηση της Ουκρανίας με ένα δάνειο 50 δισ. δολάρια του οποίου η αποπληρωμή στηρίζεται στην εκμετάλλευση των δεσμευμένων 300 περίπου δισ. δολάρια της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας στις δυτικές τράπεζες.
Μέχρι εδώ τίποτα το καινούργιο.
Αυτό που είναι όμως καινούργιο, αφορά σε μία από τις «λεπτομέρειες» αυτής της συμφωνίας, η οποία προβλέπει την σύνδεση της συμμετοχής των ΗΠΑ στο δάνεια αυτό με 20 δισ. δολάρια, αλλά με την προϋπόθεση ότι η Ε.Ε. θα διακόψει οριστικά με την λήξη του τρέχοντος συμβολαίου (τέλος του 2024) την παραλαβή φυσικού αερίου από την Ρωσία μέσω των αγωγών που περνάνε από την Ουκρανία.
Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες όπως π.χ. η Αυστρία των οποίων η κάλυψη αναγκών σε φυσικό αέριο γίνεται ακόμα από αυτό το ρωσικό αέριο κατά 70% (!).
Η διακοπή της ροής του φυσικού αερίου από την Ρωσία ισοδυναμεί κατά τις υπάρχουσες προβλέψεις με μία νέα άνοδο της μέσης τιμής του φυσικού αερίου που τροφοδοτεί την Ε.Ε και μάλιστα λίγο πριν από τον χειμώνα…
Σήμερα μετά την εφαρμογή πάνω από 15 κύκλων κυρώσεων προς την Ρωσία, αυτή παραμένει ένας από τους τρεις μεγαλύτερους τροφοδότες της Ε.Ε. Πρώτη πλέον είναι η Νορβηγία ενώ δεύτερη και τρίτη είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία σχεδόν ισόποσα.
Με μία διαφορά βέβαια. Το φυσικό αέριο από την δύση (LNG) είναι τριπλάσιας έως και πενταπλάσιας τιμής από εκείνο της Ρωσίας (μέσω των αγωγών). Με άλλα λόγια αν εφαρμοστεί η απόφαση διακοπής του συμβολαίου από την Ρωσία με την λήξη του στα τέλη του 2024 – οι σχετικές συνομιλίες θα έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον Οκτώβριο – η Ε.Ε. είναι μπροστά σε ένα νέο κύκλο αύξησης του ενεργειακού κόστους (ανισομερώς από χώρα σε χώρα) αλλά και επάρκειας που με την σειρά της επηρεάζει επίσης το κόστος.
Αν σ’ αυτό το πλαίσιο εξελίξεων που λίγο πολύ είναι προδιαγεγραμμένο με βάση την συμφωνία για το δάνειο στην Ουκρανία, προσθέσει κανείς τις σπασμωδικές εκρήξεις των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι ο περιβόητος οδικός άξονας του Μεσοπρόθεσμου δεν μπορεί να έχει την τύχη που ονειρεύονται οι συντάκτες του…