Η συνέχεια των μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση της βιωσιμότητας του μεσοπρόθεσμου δημόσιου χρέους ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση, ενώ ο οίκος σημειώνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών και η αδύναμη μακροπρόθεσμη μακροοικονομική βιωσιμότητα αποτελούν περιορισμούς.
Που οφείλεται η αναβάθμιση σύμφωνα με τον οίκο
Πρώτον, στη βελτίωση της βιωσιμότητας του μεσοπρόθεσμου δημόσιου χρέους, η οποία στηρίζεται από ένα ιστορικό διατηρήσιμης δημοσιονομικής πειθαρχίας, ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας και ένα πιο ισχυρό προφίλ χρέους ως αποτέλεσμα της ενεργής διαχείρισης χρέους της Ελλάδας, το οποίο έχει ωφεληθεί επίσης από μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εκ μέρους των πολυμερών δανειστών της και από πιο ευνοϊκά επιτόκια.
Δεύτερον, στη βελτιωμένη πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων, μετά τον σχηματισμό μονοκομματικής αυτοδύναμης κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019. «Η νέα κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη έχει θέσει ως προτεραιότητα μία σειρά διαρθρωτικών και φιλικών προς τις επιχειρήσεις μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση σημαντικών διαρθρωτικών οικονομικών στενοτήτων και στην προσέλκυση επενδύσεων.
Η επιβεβαίωση της θετικής προοπτικής του αξιόχρεου αντανακλά την προσδοκία του οίκου:
Πρώτον, για μία επιτάχυνση στη μείωση του πολύ υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) των ελληνικών τραπεζών, που θα ενισχύσει την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν επενδύσεις και να στηρίζουν την πραγματική οικονομία
Δεύτερον, για μία ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής με τη συνέχιση της εφαρμογής φιλικών στις επιχειρήσεις διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες αναμένεται να αυξήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τρίτον, για την συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους επίσημους δανειστές, δεδομένης της δέσμευσης της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Τέταρτον, για πολιτική σταθερότητα στα επόμενα χρόνια, δεδομένης της σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της νέας ελληνικής κυβέρνησης, μειώνοντας τον κίνδυνο αναστροφών των πολιτικών στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης εποπτείας από τους πολυμερείς πιστωτές, οι περιοδικές αξιολογήσεις των οποίων παραμένουν προϋπόθεση για την ενεργοποίηση μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
«Κάθε ένα από τους παράγοντες αυτούς, ή ένας συνδυασμός τους, θα μπορούσε, κατά την άποψη του Scope, να βελτιώσει σημαντικά τη μακροπρόθεσμη μακροοικονομική βιωσιμότητα και την πρόσβαση της πραγματικής οικονομίας στην αναγκαία ρευστότητα, αυξάνοντας έτσι την καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη και ενισχύοντας τη δυνατότητα των Ελλήνων δανειοληπτών να αντιμετωπίζουν τα χρέη τους», σημειώνει ο οίκος.