Πολλές "παγίδες" για τους οφειλέτες του Δημοσίου κρύβει η ισχύουσα νομοθεσία για να αναγκαστικά μέτρα είσπραξης από το Δημόσιο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας “Ελεύθερος Τύπος”, οι οφειλέτες του Δημοσίου θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
1. Κάθε ΔΟΥ δικαιούται να κατάσχει ακίνητο οφειλέτη της, εφόσον το ληξιπρόθεσμο χρέος του προς αυτήν υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Αν ένας φορολογούμενος οφείλει στο Δημόσιο ένα ποσό άνω των 500 ευρώ (π.χ. ένα ποσό της τάξεως των 3.000 ευρώ) και δεν έχει καθόλου καταθέσεις στις τράπεζες ούτε κάποια έσοδα ή εισοδήματα ή κινητά περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατασχεθούν για να αποπληρωθεί η οφειλή του, τότε υπάρχει πιθανότητα να πληροφορηθεί ότι εκδόθηκε εντολή για κατάσχεση του σπιτιού του ή κάποιου άλλου ακινήτου που κατέχει! Το «γράμμα» του νόμου προβλέπει ότι για ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 500 ευρώ δύνανται να επιβληθούν όλα τα εναλλακτικά αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων ακινήτων!
2. Κάθε ΔΟΥ μπορεί να προχωρήσει σε κατάσχεση αυτοκινήτου, σκάφους ή οποιουδήποτε άλλου κινητού περιουσιακού στοιχείου κατέχει ένας οφειλέτης της, εφόσον αυτός έχει ληξιπρόθεσμο χρέος πάνω από 500 ευρώ.
Μισθοί, συντάξεις, εφάπαξ, ενοίκια…
3. Για οποιοδήποτε ποσό ληξιπρόθεσμης οφειλής προς το Δημόσιο, άνω των 30 ευρώ, η αρμόδια ΔΟΥ έχει το δικαίωμα να κατάσχει τα ακόλουθα ποσά που τυχόν δικαιούται να εισπράξει ο οφειλέτης:
α) Από ποσά μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων άνω των 1.000 και έως 1.500 ευρώ το μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου ποσοστού 50% επί του τμήματος πάνω από τα 1.000 και μέχρι τα 1.500 ευρώ, ενώ από ποσά άνω των 1.500 ευρώ το μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου του συνόλου του υπερβάλλοντος των 1.500 ευρώ ποσού.
β) Το ¼ οποιουδήποτε άλλου ασφαλιστικού βοηθήματος καταβάλλεται περιοδικά στον οφειλέτη, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση το ποσό που απομένει μετά την κατάσχεση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 1.000 ευρώ.
γ) Το 1/5 των καταβαλλόμενων ημερομισθίων.
δ) Το ½ του εφάπαξ που καταβάλλεται από οποιοδήποτε ασφαλιστικό ταμείο, λόγω εξόδου από την υπηρεσία ή το επάγγελμα.
ε) Εως και το 100% των ενοικίων των οποίων επίκειται η είσπραξη.
στ) Εως και το 100% των πάσης φύσεως αποζημιώσεων (π.χ. για απόλυση του οφειλέτη από την εργασία ή για ζημιά που υπέστη κάποιο ασφαλισμένο περιουσιακό στοιχείο του κ.λπ.).
ζ) Εως και το 100% των πάσης φύσεως εισπράξεων από πωλήσεις προϊόντων ή οποιωνδήποτε άλλων πραγμάτων (π.χ. ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών κ.λπ.).
η) Ολόκληρα τα ποσά των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγεί ο ΟΓΑ!
Οι κατασχέσεις των παραπάνω ποσών επιτρέπεται να γίνονται πριν από την καταβολή τους στους δικαιούχους-οφειλέτες του Δημοσίου, δηλαδή ενώ τα ποσά αυτά βρίσκονται ακόμη στα χέρια εκείνων που πρόκειται να τα καταβάλουν (στα χέρια των εργοδοτών αν πρόκειται για μισθούς ή των ασφαλιστικών ταμείων αν πρόκειται για συντάξεις ή άλλες παροχές ή στα χέρια των ενοικιαστών αν πρόκειται για ενοίκια ή στα χέρια των αγοραστών αν πρόκειται για ποσά από πωλήσεις, στα χέρια του ΟΓΑ αν πρόκειται για οικογενειακά επιδόματα κ.λπ.).
Καταθέσεις
4. Για οποιοδήποτε ποσό ληξιπρόθεσμου χρέους προς το Δημόσιο η αρμόδια ΔΟΥ έχει δικαίωμα να κατάσχει ποσά από τις καταθέσεις του οφειλέτη στις τράπεζες. Εξαιρούνται ορισμένα κοινωνικά επιδόματα, για τα οποία οι νομοθετικές ρυθμίσεις χορήγησής τους περιλαμβάνουν ρητή διάταξη που προβλέπει το ακατάσχετο αυτών.
Εναλλακτικοί τρόποι… αντιμετώπισης των κατασχέσεων
Περαιτέρω, οι ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων προβλέπουν ότι οι κατασχέσεις που επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές μπορούν να αντιμετωπιστούν με 4 εναλλακτικούς τρόπους, που είναι οι εξής:
1. Η υπαγωγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές αρχές μπορούν να ρυθμιστούν έως και 12 μηνιαίες δόσεις ή εάν προέρχονται από έκτακτη φορολογία έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4152/2013 περί «πάγιας ρύθμισης».
Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την εισοδηματική και την περιουσιακή του κατάσταση από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει, αφενός, η αδυναμία του να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, αφετέρου, η δυνατότητά του να διαθέτει από το μηνιαίο εισόδημά του ένα ποσό για την αποπληρωμή της κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης.
Η υπαγωγή στην «πάγια ρύθμιση» του ν. 4152/2013 και η υποβολή τόσο της αίτησης όσο και της απαιτούμενης υπεύθυνης δήλωσης μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙSnet, που είναι διαθέσιμη μέσω της ιστοσελίδας της ΑΑΔΕ, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπληρώνει τα σχετικά πεδία που εμφανίζονται στην οθόνη της αίτησης.
Σε κάθε περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα υπαχθεί στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
α) Το συνολικό ποσό των οφειλών που θα ρυθμίσει επιβαρύνεται με ετήσιο ποσοστό τόκων 5%.
β) Σε περίπτωση που, μετά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση, δημιουργηθούν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, μπορεί να τις υπαγάγει κι αυτές σε «πάγια ρύθμιση» (άπαξ) με τους ίδιους όρους.
γ) Προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι ο οφειλέτης να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας, καθώς και τυχόν περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις οποίες ήταν υπόχρεος την τελευταία πενταετία.
δ) Για να είναι έγκυρη η ρύθμιση, ο φορολογούμενος θα πρέπει να εξοφλήσει -είτε μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) είτε στο ΑΤΜ υποκαταστήματος της τράπεζάς του είτε σε υποκατάστημα οποιασδήποτε τράπεζας- την 1η δόση της ρύθμισης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η εξόφληση της 1ης δόσης είναι εφικτή είτε με την πληκτρολόγηση -σε περίπτωση πληρωμής μέσω e-banking ή μέσω ΑΤΜ- είτε με την προσκόμιση -σε περίπτωση προσέλευσης στο ταμείο τραπεζικού υποκαταστήματος- της λεγόμενης Ταυτότητας Ρυθμιζόμενης Οφειλής (ΤΡΟ), δηλαδή του ειδικού τριμερούς πολυψήφιου κωδικού αριθμού που συνοδεύει τη ρυθμιζόμενη οφειλή.
2. Η ασφάλιση των τακτικά καταβαλλόμενων, μέσω τραπεζικών λογαριασμών, μισθών, συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών επιδομάτων και παροχών μέσω της δήλωσης του βασικού τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη ως «ακατάσχετου». Για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ όσον αφορά στα ποσά των καταθέσεών του σε ένα λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Ωστόσο, για να ισχύσει το ακατάσχετο αυτό όριο, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ το συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό του, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική δήλωση σε ειδική εφαρμογή που βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Εφόσον ο οφειλέτης έχει τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πιστώνονται κάθε μήνα ποσά μισθών ή συντάξεων ή άλλων ασφαλιστικών βοηθημάτων, οφείλει να γνωστοποιήσει αυτό το λογαριασμό στην ΑΑΔΕ, ώστε να μην κατάσχονται από αυτόν υπόλοιπα χαμηλότερα των 1.250 ευρώ.
3. Η τμηματική αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους ανά μη τακτά διαστήματα με την καταβολή ποσών «έναντι», ιδίως αν το ποσό του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τα 500 ευρώ. Η λύση αυτή πρέπει να επιλέγεται μόνο εφόσον είναι αδύνατη η υπαγωγή του χρέους σε «πάγια ρύθμιση» και με πρωταρχικό στόχο το συνολικό ποσό της οφειλής να περιοριστεί κάτω από τα 500 ευρώ, που είναι το όριο πάνω από το οποίο επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων. Κάθε οφειλέτης που έχει ένα μη ρυθμισμένο ληξιπρόθεσμο χρέος μπορεί, όποτε θέλει και έχει τη σχετική ρευστότητα, να πληρώνει οποιουδήποτε ύψους ποσό «έναντι» του συνολικού αυτού χρέους σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τράπεζας ή των ΕΛΤΑ ή σε οποιοδήποτε ΑΤΜ τράπεζας ή μέσω e-banking, χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Οφειλής, δηλαδή τον κωδικό πληρωμής, που συνοδεύει το χρέος του. Με τη μέθοδο της καταβολής ποσών «έναντι» επιτυγχάνεται η σταδιακή μείωση του υπολοίπου της οφειλής. Μπορεί, δε, με τον τρόπο αυτό μια οφειλή της τάξεως των 1.000 ή των 2.000 ευρώ να μειωθεί σταδιακά κάτω από τα 500 ευρώ και ο οφειλέτης να πάψει να τουλάχιστον να είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο κατάσχεσης ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει.
4. Η πώληση ακίνητου περιουσιακού στοιχείου και η απόδοση μέρους ή ολόκληρου του εισπραττόμενου τιμήματος για την αποπληρωμή της οφειλής. Σε περίπτωση ύπαρξης μεγάλου ληξιπρόθεσμου χρέους ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να πωλήσει ακίνητο περιουσιακό στοιχείο το οποίο κατέχει με την προϋπόθεση της παρακράτησης μέρους ή ολόκληρου του τιμήματος που θα εισπραχθεί προκειμένου να αποδοθεί στο Δημόσιο για την ολοσχερή ή μερική αποπληρωμή του χρέους. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει ο ίδιος ποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του θα πωλήσει. Δηλαδή, με την απόφασή του αυτή δεν επιτρέπει να φθάσει η υπόθεσή του στην κατάσχεση, όπου οι φορολογικές αρχές επιλέγουν εκείνες για κατάσχεση και πλειστηριασμό συνήθως το καλύτερο ακίνητο, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και η πρώτη κατοικία του χρεοφειλέτη και να εκποιηθεί πλέον έναντι «πινακίου φακής».
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ