Δύο από τις πλέον σημαντικές «ειδήσεις» των τελευταίων ημερών, σημαντικές γιατί αφορούν την μελλοντική διαμόρφωση των τιμών των τροφίμων, εκτός ελάχιστων αξιέπαινων περιπτώσεων, δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής από τα ΜΜΕ.
Η μία «είδηση» προέρχεται από τις Βρυξέλλες και αφορά την Έκθεση της Κομισιόν για τα μέλλοντα (2024 – 2025) να συμβούν στην αγροτική παραγωγή. Η άλλη αφορά το γεγονός ότι την φέτος οι αγρότες στην Ελλάδα έκαναν πραγματικά «Ανάσταση» καθώς μπήκαν σαν πασχαλιάτικος μποναμάς στους λογαριασμούς τους οι υπόλοιπες επιδοτήσεις της προηγούμενης περιόδου ύψους 700 εκατ. ευρώ (!).
Αν ξεκινήσουμε από την δεύτερη είδηση, που είναι και η πλέον εντυπωσιακή, γιατί όπως και να το κάνουμε το να μπαίνουν στους λογαριασμούς 700 εκατ. ευρώ δεν συμβαίνει και συχνά, κινδυνεύουμε να σχηματίσουμε μία λάθος ιδέα. Ότι δηλαδή τα πράγματα πάνε καλά αφού οι αγρότες θα έχουν λεφτά να ξανα-καλλιεργήσουν τα χωράφια παρά τα όσα άσχημα και καταστροφές πέρασαν τον προηγούμενο χειμώνα.
Η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική. Εδώ και κάμποσα χρόνια με την τελευταία αναμόρφωση της ΚΑΠ οι Έλληνες αγρότες εισπράττουν περί τα 2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο σε επιδοτήσεις. Με άλλα λόγια περίπου 1% του ΑΕΠ, σταθερά κάθε χρόνο. Τα 700 εκατ. ευρώ που εισέπραξαν την προπερασμένη εβδομάδα ήταν το υπόλοιπο των 2 δισ. ευρώ αφού τον φθινόπωρο είχαν εισπράξει 1,3 δισ. ευρώ.
Θα πει κανείς -και δικαιολογημένα- είναι πολλά λεφτά και αν εξαιρέσεις τον χρηματοπιστωτικό τομέα τόσες «επιδοτήσεις» δεν πέφτουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Αν ρίξουμε όμως μία ματιά με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία θα δούμε ότι αυτό το εντυπωσιακό ποσό αποτελεί το 50% περίπου -λίγο λιγότερο- από το συνολικό «καθαρό» εισόδημα του αγροτικού τομέα. Με άλλα λόγια στο καθαρό αγροτικό εισόδημα των 4,5 – 4,6 δισ. ευρώ προστίθενται άλλα 2 δισ. ευρώ από την ΚΑΠ για να προκύψει «αυτό» που τελικά καταλήγει διαμορφώνει -με την μεσολάβηση του εμπορίου- τις τιμές των αγροτικών προϊόντων στο χωράφι (όχι στο ράφι) στην Ελλάδα.
Με άλλη ευκαιρία, τα Οικονοκλαστικά είχαν καταγράψει τον συσχετισμό του κόστους παραγωγής, συνυπολογίζοντας όμως τρέχοντες προβλεπόμενους παράγοντες διαμόρφωσης, αλλά κυρίως έκτακτους, που ολοένα και περισσότερο καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα, λόγω κλιματικής αλλαγής αλλά και γεωπολιτικών αναταραχών που επηρεάζουν την κυκλοφορία και την τιμολόγηση των αγροτικών προϊόντων.
Σημειώνουμε ή μάλλον υπενθυμίζουμε ότι το προφανές συμπέρασμα στο σημείωμα εκείνο, ήταν ότι με τα τρέχοντα δεδομένα ισχυροποιείτε η «τάση» που… διώχνει τους καλλιεργητές από τους τόπους παραγωγής και δεν τους συγκρατεί στο χωράφι, πολύ δε περισσότερο δεν τους προσελκύει σ’ αυτό, παρά τις επιδοτήσεις.
Αν πάρουμε αυτά τα «δεδομένα», για να υιοθετήσουμε το λεξιλόγιο της Λαγκάρντ, και τα τοποθετήσουμε στο πλαίσιο που προβάλει μέσα από την πρώτη «είδηση», ήτοι την Έκθεση της Κομισιόν, τα συμπεράσματα δεν …είναι και τόσο καλά. Ιδού τι προβλέπει η Κομισιόν.
Η κλιματική αλλαγή και οι γεωπολιτικές αναταραχές έχουν τα τελευταία χρόνια προκαλέσει μία δραματική αύξηση τόσο του κόστους παραγωγής όσο και των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η εκτίμηση αυτή συνοδεύεται από την παρατήρηση ότι ενώ από τα μέσα του 2023 έχει παρατηρηθεί μία εκτόνωση των πληθωριστικών πιέσεων γενικά, αυτό δεν έχει συμβεί στα τρόφιμα εκτός κάποιων βασικών ειδών όπως π.χ. τα δημητριακά. Αλλά και πάλι τα μεταποιημένα υποπροϊόντα τους δεν έχουν επανέλθει σε χαμηλότερες τιμές.
Η άνοδος αυτή τόσο του κόστους παραγωγής όσο και των τιμών χονδρικής/λιανικής δεν έχει συνοδευθεί από κάποια σημαντική αλλαγή στα επίπεδα ενίσχυσης μέσω της ΚΑΠ ή οποία παρέχει οικονομική στήριξη με τον ίδιο τρόπο και όγκο που την παρείχε στην προηγούμενη, προ των πληθωριστικών ανατιμήσεων περίοδο. Και πράγματι τα δύο δις που αφορούν στους Έλληνες αγρότες, δύο ήταν και δύο παραμένουν, ανεξάρτητα από το τι έχει μεσολαβήσει.
Και έχει πράγματι μεσολαβήσει, πέραν των εκρηκτικών ανατιμήσεων στα κόστη παραγωγής και της κλιματικής επιβάρυνσης, μία σημαντική αλλά όχι ακόμα ευκρινής ανακατανομή στην γεωργική παραγωγή, ή οποία επιτρέπει αλλαγές στην κατανομή των δύο δις ευρώ, μεταξύ των καλλιεργητών, τόσο με ένα άμεσο τρόπο (ήτοι μεγαλύτερες και διαφορετικές καλλιέργειες, κλπ), όσο και με ένα έμμεσο (μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των επιδοτήσεων λόγω εκσυγχρονισμού και αυτοματοποίησης καλλιεργειών).
Πέραν αυτών η Έκθεση της Κομισιόν κάνει κάποιες προβλέψεις. Προβλέπει για παράδειγμα, βελτίωση και αύξηση της παραγωγής στην Ε.Ε. στα δημητριακά, στους ελαιούχους καρπούς (όχι τις ελιές), μάλλον και στην παραγωγή γάλακτος και στα πουλερικά, αλλά εκεί τελειώνουν τα …καλά νέα. Βασικά φρούτα, λαχανικά, κρασιά, κρέατα και άλλα βασικά γεωργικά προϊόντα προβλέπεται κατάσταση… δύσκολη. Γιατί; Λόγω κυρίως των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της επίμονης αδυναμίας μείωσης των τιμών στα κόστη παραγωγής (φάρμακα, λιπάσματα, μηχανήματα, σπόρους, κλπ).
Με άλλα λόγια καλή η …Ανάσταση με τα 700 εκατ. ευρώ, λίγο πριν τις εκλογές, αλλά η νέα χρονιά που απαιτεί προετοιμασία γης, σπορά, λίπανση, πότισμα, καύσιμα, κλπ, θα γίνει με όρους ανάλογους με εκείνους που έχουν ανεβάσει και εγκαταστήσει στα σημερινά ψηλά επίπεδα, τις τιμές των τροφίμων. Με όρους που σπρώχνουν ολοένα και περισσότερους αγρότες να ξανασκεφτούν αν μπορούν να μείνουν στα χωριά τους και να συνεχίσουν τις καλλιέργειες όπως έκαναν μέχρι τώρα…
Ακόμα και με 2 δισ. ευρώ ετήσιες επιδοτήσεις, με μπουναμά 700 εκατ. ευρώ το Πάσχα.