''Εάν η ΕΚΤ κάνει πίσω, τότε θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα μπροστά οι ιδιωτικές τράπεζες. Η Γερμανία πρέπει να συμβιβαστεί'' γράφουν οι Financial Times σε κύριο άρθρο τους.
Διαβάστε το άρθρο με τίτλο: Ξεχάστε τη Fed… Έρχεται η ΕΚΤ
Οι επενδυτές έχουν τρομάξει με την προειδοποίηση της Fed ότι μπορεί σύντομα να χαλιναγωγήσει την υπερχαλαρή νομισματική της πολιτική. Μπορεί, όμως, τελικά να ανησυχούν για τη λάθος κεντρική τράπεζα. Η έξοδος από τα μέτρα που αποφασίστηκαν εν μέσω κρίσης θα είναι προβληματική για όλους. Οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες, όμως, και οι πολιτικοί ιθύνοντες έχουν μία σαφή ιδέα σε ποια κατάσταση θέλουν να επιστρέψουν. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για την ευρωζώνη, τα πράγματα μπορεί να γίνουν άσχημα.
Η αιτία είναι η ίδια που ταλαιπωρεί την ευρωζώνη από τότε που ξεκίνησε η κρίση: η απροθυμία των πολιτικών ηγετών, κυρίως στη Γερμανία, να συμφιλιωθούν με τη λογική του τρόπου λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης. Ο γερμανικός σκεπτικισμός στα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης από την ΕΚΤ είναι ευρέως γνωστός. Ο Jens Weidmann, ο πρόεδρος της Bundesbank, αντιτάχθηκε στο πρόγραμμα ανοιχτών αγορών ομολόγων (ΟΜΤ) – στη δέσμευση της ΕΚΤ να αγοράσει κρατικά ομόλογα των χωρών που βρίσκονται στη δίνη της κρίσης ώστε να διαλύσει τους φόβους διάσπασης του ευρώ.
Η σκληρή στάση των μεγαλύτερων μελών της ευρωζώνης εξηγεί γιατί η ΕΚΤ δεν ακολούθησε πολιτική στήριξης της οικονομίας, όπως θα έπρεπε, δεδομένης της ύφεσης και της παγωμένης τραπεζικής πίστωσης.
Θα ήταν παράδοξο η ΕΚΤ να επιδιώξει τώρα επιστροφή σε κανονικές συνθήκες. Κι όταν, όμως, έρθει η στιγμή, σημειώνεται, η επίτευξη κανονικών νομισματικών συνθηκών επιτυγχάνεται μόνο όταν το τραπεζικό σύστημα σε όλη την ευρωζώνη είναι πλήρως λειτουργικό. Οι Γερμανοί, όμως, απεχθάνονται το θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός τέτοιου συστήματος: τις κεφαλαιακές ροές από τη Γερμανία προς άλλα κράτη της ευρωζώνης.
Ο διατραπεζικός δανεισμός, που σε μεγάλο βαθμό είναι βραχυπρόθεσμος, είναι η βασική αρτηρία για τη μεταφορά πίστωσης στην πραγματική οικονομία. Μία τράπεζα, όμως, θα δανείσει στην άλλη μόνο εάν εξασφαλιστεί ότι ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να πληρώσει – δυνατότητα που εξαρτάται τόσο από τη ρευστότητα όσο και από τη φερεγγυότητα. Όταν πάγωσε η διατραπεζική αγορά ανά τον κόσμο το 2008, οι κεντρικές τράπεζες έκαναν αυτό που έπρεπε και διοχέτευσαν τεράστια ρευστότητα στα πιστωτικά ιδρύματα.
Ο στόχος τέτοιων στηριγμάτων από τις κεντρικές τράπεζες ήταν να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών, ώστε να αρχίσει ξανά ο διατραπεζικός δανεισμός – τον οποίο μέχρι τότε υποκατέστησαν. Για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Αγγλίας ήταν σχετικά εύκολο. Έπρεπε να στηρίξουν μόνο την εθνική διατραπεζική αγορά. Για την ΕΚΤ, όμως, που έπρεπε να διατηρήσει τη διατραπεζική αγορά στην ευρωζώνη των 17 κρατών το πρόβλημα ήταν διαφορετικό.
Κάθε χώρα έχει το δικό της τραπεζικό σύστημα, που καλύπτεται κυρίως από τράπεζες με εγχώρια έδρα, δυσανάλογες εγχώριες τοποθετήσεις και εποπτεία από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Είναι αρκετά δύσκολο για μία κεντρική τράπεζα να εξασφαλίσει ότι θα λειτουργήσουν σωστά 17 τραπεζικά συστήματα. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να εξασφαλίσει ότι λειτουργούν σωστά διασυνοριακά. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης και των τραπεζών τους κατά το 2010 στραγγάλισε το δανεισμό ανάμεσα στις τράπεζες των χωρών με πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών –εκ των οποίων η πιο σημαντική είναι η Γερμανία– και σε εκείνες με ελλείμματα.
Αυτό στηρίζεται στην επέκταση των ισολογισμών της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών που επλήγησαν από την κρίση. Ισπανικές, ιρλανδικές και άλλες τράπεζες, που μέχρι πρότινος στηρίζονταν στον διατραπεζικό δανεισμό της ευρωζώνης, αποκόπηκαν από κάθε ρευστότητα πέραν εκείνης της κεντρικής τράπεζας. Η ΕΚΤ παρέτεινε τα μακροπρόθεσμα δάνεια και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών παρείχαν έκτακτη ρευστότητα.
Γι’ αυτό και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στις χώρες που επλήγησαν από την κρίση καταγράφουν χρεωστικά ισοζύγια στους αποκαλούμενους Target 2 ισολογισμούς. Είναι γεγονός ότι οι χώρες που επλήγησαν από την κρίση κινούνται προς ισοσκελισμένα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση οικονομικής ύφεσης. Καθώς η κρίση καταλαγιάζει, θα ανακύψουν -και πρέπει να ανακύψουν- ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ προ κρίσης υπήρξε σπατάλη της πίστωσης, αυτό που απαιτεί η οικονομική αποδοτικότητα είναι οι πλούσιοι αποταμιευτές να δανείζουν τους φτωχότερους δανειζόμενους (οι οποίοι με τη σειρά τους πρέπει να αναπτύξουν αυτά τα κεφάλαια καλύτερα). Πράγματι, ένας στόχος για το ενιαίο νόμισμα είναι να καταστήσει ευκολότερη αυτήν τη διαδικασία.
Πραγματικά ευρωπαϊκή τραπεζική –όπου οι τράπεζες δεν θα έχουν προτίμηση στην εθνική τους οικονομία– δεν θα υπάρξει μέχρις ότου ολοκληρωθεί η τραπεζική ενοποίηση. Προς το παρόν, εξομάλυνση σημαίνει επιστροφή στο προ κρίσης διατραπεζικό σύστημα. Εάν η ΕΚΤ κάνει πίσω, τότε θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα μπροστά οι ιδιωτικές τράπεζες. Η Γερμανία πρέπει να συμβιβαστεί.
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Euro2day