Φωτιά έχει πάρει αυτές τις μέρες η πράσινη τσόχα και γενικώς ο τζόγος, νόμιμος και παράνομος. Οι Ελληνες συγκαταλέγονται μεταξύ των λαών που είναι από τους πιο φανατικούς πιστούς της ...θεάς τύχης.
Αναζητούν με κάθε τρόπο την εύνοιά της είτε αυτός είναι νόμιμος, είτε παράνομος και δεν διστάζουν να θυσιάσουν και το τελευταίο σεντς αν έχουν έμπνευση και διαισθάνονται πως θα κερδίσουν την εύνοια της τύχης.
Και είναι ακριβώς αυτή η προσέγγιση που, σύμφωνα με μελέτες ψυχολόγων, τους καθιστά σχετικά εύκολα θύματα των κυκλωμάτων που λυμαίνονται τον παράνομο τζόγο.
Κι αν στο παρελθόν η δράση τους περιοριζόταν σε παράνομες λέσχες και στα παραδοσιακά καφενεία του χωριού, σήμερα η τεχνολογία έφερε τον παράνομο τζόγο στην άκρη των δαχτύλων του κάθε κατόχου ή καλύτερα του κάθε χρήστη ηλεκτρονικού υπολογιστή ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος.
Ακριβώς αυτή η γιγάντωση προκάλεσε και προκαλεί τις διαφορετικές εκτιμήσεις για το ύψος του παράνομου τζόγου. Μάλιστα τα νούμερα απέχουν πάρα πολύ μεταξύ τους, αφού υπάρχουν εκείνοι που αποτιμούν τα χρήματα που διατίθενται ακόμα και στο ιλιγγιώδες ποσό των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ άλλοι προσγειώνουν το νούμερο σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα, κοντά σε εκείνο του νόμιμου τζόγου. Οι εκτιμήσεις των δεύτερων φαίνεται να κινούνται πιο κοντά στην πραγματικότητα αν ληφθούν υπόψη οι επιδόσεις και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Για παράδειγμα το ποσοστό του νόμιμου τζόγου στην Ευρώπη κυμαίνεται μεταξύ του 0,1% στη Λιθουανία και του 1,73% στη Μάλτα όταν στην Ελλάδα είναι 1%, που σημαίνει ότι στη χώρα μας ο συνολικός τζόγος (νόμιμος και παράνομος) φτάνει 4,5% του ΑΕΠ αν υιοθετηθεί η εκτίμηση για παράνομο τζόγο 6 δις. ευρώ, ποσοστό που φαντάζει μακριά από την πραγματικότητα. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν ληφθεί υπόψη πως σε 6 χρόνια κρίσης τα εισοδήματα των Ελλήνων έχουν συρρικνωθεί δραματικά με αποτέλεσμα να περιορίζονται και τα χρήματα που μπορούν να διατεθούν σε άλλους εκτός από τη διαβίωση σκοπούς.
Πάντως, η διαφορά στην εκτίμηση ανάμεσα στις δύο πλευρές βρίσκεται στη βάση του υπολογισμού. Δηλαδή στο πόσα χρήματα πραγματικά διατίθενται για τον παράνομο τζόγο και όχι πόσος είναι ο τζίρος με τα ανακυκλούμενα ποσά συμπεριλαμβανόμενα. Αν ληφθούν υπόψη μόνο τα αρχικά ποσά που βγάζουν από το πορτοφόλι οι παίκτες, τότε πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι μάλλον εκείνοι που προσγειώνουν το νούμερο.
Αν, όμως, ληφθούν υπόψη και τα χρήματα που κερδίζουν οι παίκτες και τα διαθέτουν πάλι για να τζογάρουν τότε το ύψος του τζόγου μάλλον απογειώνεται.
Πάντως, πρόκειται για άλλη μία νεοελληνική αδυναμία, όπως εκείνες με το λαθρεμπόριο, τη φοροδιαφυγή και το παρεμπόριο που ανάλογα με τον μελετητή τα νούμερα απέχουν μεταξύ τους παρασάγγας, αφού οι μεν μιλούν για δισεκατομμύρια , ενώ άλλοι κάνουν λόγο για δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.