''Η ΕΕ πρακτικά έθαψε τον στόχο της τραπεζικής ενοποίησης. Πρόκειται για μία απόφαση που θα έχει βαθιές οικονομικές επιπτώσεις για την ευρωζώνη. Θυσιάζει την τελευταία ελπίδα για μία απόφαση που θα τερμάτιζε την ύφεση στην περιφέρεια στην ευρωζώνη'' γράφουν σε κύριο άρθρο τους οι Financial Times.
Διαβάστε όλο το άρθρο με τίτλο: Πώς η ΕΕ «έθαψε» την τραπεζική ένωση- Η ντρίπλα των πολιτικών
”Η ΕΕ πρακτικά έθαψε τον στόχο της τραπεζικής ενοποίησης. Πρόκειται για μία απόφαση που θα έχει βαθιές οικονομικές επιπτώσεις για την ευρωζώνη. Θυσιάζει την τελευταία ελπίδα για μία απόφαση που θα τερμάτιζε την ύφεση στην περιφέρεια στην ευρωζώνη.
Σε αυτό το «θαυμαστό» νέο κόσμο του καθεστώτος εκκαθάρισης της ΕΕ, όλοι οι κίνδυνοι μοιράζονται μεταξύ διαφόρων κατηγοριών από πιστωτές στις τράπεζες που είναι κυρίως εγχώριοι οργανισμοί και τα ίδια τα κράτη όπου βρίσκεται η έδρα των εν λόγω τραπεζών.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, εδώ και καιρό τηρεί σιγή ιχθύος για την πανηγυρική υπόσχεση που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2012, να σπάσει το δεσμό μεταξύ κρατών και τραπεζών. Η απόφαση της προηγούμενης εβδομάδας δεν τον έσπασε. Ούτε καν τον πλήγωσε. Απλώς τον επιβεβαίωσε.
Δόθηκε λοιπόν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας – που σχεδιάστηκε για να παράσχει στήριξη στα κράτη μέλη της ευρωζώνης – το πράσινο φως για απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έως του συνολικού ποσού των 60 δισ. ευρώ; Ναι, αλλά υπάρχει μία παγίδα. Για κάθε ευρώ που χρησιμοποιεί το ESM σε ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας, θα πρέπει να καταβάλει δύο ευρώ σε collateral για να διατηρήσει τη δική του πιστοληπτική αξιολόγηση.
Εάν ο ESM χρησιμοποιήσει το συνολικό ποσό των 60 δισ. ευρώ, τότε η συνολική διαθέσιμη δυνατότητα χρηματοδότησης θα συρρικνωθεί περίπου στα 200 δισ. ευρώ – ποσό ανεπαρκές για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που πιθανότατα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια. Με τον τρόπο που δομήθηκε το ταμείο των 60 δισ. ευρώ για την τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα έχουν κάθε επιχείρημα να μην το χρησιμοποιήσουν ποτέ. Το συμπέρασμά μου είναι πως τα 60 δισ. ευρώ δεν θα χρησιμοποιηθούν. Παράλληλα, οι ζημίες στο τραπεζικό σύστημα είναι τόσο μεγάλες, που το ποσό αυτό δεν θα επέφερε καμία απολύτως σημασία.
Θεωρητικά, ο κανόνας του bail – in θα πρέπει να στρέφει κάποιο από το χρηματοοικονομικό βάρος μακριά από τους ώμους του κράτους όπου εδρεύει η εκάστοτε τράπεζα. Αυτό όμως, ισχύει μόνο στο βαθμό που κάποιοι από τους μετόχους και τους ομολογιούχους της τράπεζας είναι ξένοι. Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες έχουν γίνει ακόμη πιο «εθνικές» κατά τη διάρκεια της κρίσης. Είναι οι αγοραστές ύστατης ανάγκης του εθνικού χρέους της χώρας.
Σε αντάλλαγμα, οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις εγχώριες τράπεζες. Οι περισσότεροι πιστωτές τους είναι εγχώριοι. Κατά συνέπεια, έχει ελάχιστη σημασία εάν το ισπανικό κράτος θα διασώσει τις τράπεζες ή εάν επιβληθεί bail – in σε κυρίως Ισπανούς ομολογιούχους. Το αποτέλεσμα είναι πως ο κίνδυνος παραμένει εντός των συνόρων της Ισπανίας. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος παραμένει στην Ισπανία. Θα πρόκειται τελικά για ζημία στο ισπανικό Δημόσιο.
Ο λόγος χρέους που έχει σημασία ως οδηγός για τη φερεγγυότητα μίας χώρας δεν είναι αυτός που συχνά αναφέρεται, δηλαδή ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά το συνολικό εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, αθροιστικά.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτό άγγιζε περίπου το 170% του ΑΕΠ στα τέλη του 2012 σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Για την Ισπανία, μία τραπεζική ενοποίηση που θα έσπαγε το δεσμό ανάμεσα στο κράτος και τις τράπεζες θα ήταν απαραίτητη και ίσως επαρκής εξασφάλιση για τη βιώσιμη ένταξη της χώρας στη νομισματική ένωση. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο εάν εξακολουθούσε να υπάρχει πολιτική στήριξη για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Χωρίς αυτή την εξασφάλιση, δεν μπορώ να δω πως κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό.
Τον προηγούμενο χρόνο, όταν οι αξιωματούχοι παρουσίασαν την τραπεζική ενοποίηση ως ένα λιγότερο επαχθές βήμα από τη δημοσιονομική ενοποίηση, ήταν ήδη σαφές είτε ότι δεν έβλεπαν σοβαρά αυτό το σχέδιο, είτε ότι δεν το έβλεπαν τόσο σοβαρά ως εργαλείο επίλυσης της κρίσης. Καθώς αποκαλύπτεται η πραγματικότητα για το νέο καθεστώς, μπορεί σύντομα να ανακύψουν στην επιφάνεια και αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης.
Υπό κανονικές συνθήκες, ακόμη και οι μη βιώσιμες καταστάσεις μπορεί να αποδειχθούν εντυπωσιακά μακρόβιες. Αυτό όμως, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη όταν τα τραπεζικά συστήματα αρκετών μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών βυθίζονται.
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι διαφορετική από εκείνη στην Ισπανία σε αρκετά σημαντικά σημεία. Οι τράπεζες της Ιταλίας δεν έχουν δυσθεώρητα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια. Η Ιταλία έχει χαμηλότερη θέση εξωτερικού χρέους, στο 124% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα στην Ιταλία όμως, είναι ο φαύλος κύκλος της πιστωτικής κρίσης, η ύφεση και ο δημόσιος τομέας με ελάχιστα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για να διορθωθεί το υποκεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα.
Στο επίκεντρο της νέας κυβέρνησης βρίσκεται ένα «μηδαμινό» σχέδιο για τη μείωση της ανεργίας των νέων, όταν το πραγματικό πρόβλημα, που είναι η κρίση ρευστότητας, παραγνωρίζεται σε απίστευτο βαθμό. Με την άνοδο των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές, η χώρα πλησιάζει σε πρόγραμμα στήριξης από τον ESM, που θα μπορούσε να πυροδοτήσει αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ όμως δεν μπορεί να ανακεφαλαιοποιήσει τις ιταλικές τράπεζες. Ούτε το ιταλικό κράτος μπορεί. Ούτε ο ESM.
Σύμφωνα με την Mediobanca, την ιταλική επενδυτική τράπεζα, ο βαθμός στον οποίο η Ιταλία μπορεί να αγγίξει τον ιδιωτικό πλούτο για να βρει νέα κεφάλαια, είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η φορολογία στον πλούτο είναι ήδη σε συγκριτικά υψηλά επίπεδα. Έτσι λοιπόν, ακόμη και η βιωσιμότητα της Ιταλίας στην ευρωζώνη δεν είναι εξασφαλισμένη απουσία μίας τραπεζικής ένωσης με ενιαία ανάληψη κινδύνου.
Πως φτάσαμε εδώ; Πριν από ένα χρόνο ερμηνεύοντας την πολιτική κατάσταση θεώρησα ότι η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έβλεπε αρκετά σοβαρά την πραγματική τραπεζική ένωση για να ακολουθήσει η δημοσιονομική ενοποίηση. Η Γερμανία δεν έχει ακόμη πειστεί. Στη συνέχεια ήρθε η πανηγυρική στήριξη από την ΕΚΤ, το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν η θανάσιμη βολή. Οι πολιτικοί δεν έβλεπαν πλέον καμία ανάγκη για πολιτικές που δύσκολα θα μπορούσαν να «πουλήσουν» στην πατρίδα τους.
Υπάρχει ακόμη ένα σχέδιο που ονομάζεται τραπεζική ενοποίηση, αλλά θα είναι άσχετο με την κρίση. Έτσι μένει μόνο η ΕΚΤ. Η κεντρική τράπεζα μπορεί να κάνει πολλά, αλλά δεν μπορεί να σώσει τις τράπεζες”.
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Euro2day