Ασφαλώς δεν ήταν εντελώς … τυχαίο το γεγονός ότι η Φον Ντερ Λάιεν παρουσίασε την σύνθεση της νέας Κομισιόν την ίδια ημέρα και ώρα, που ο Μάριο Ντράγκι παρουσίαζε στο Ευρωκοινοβούλιο το δικό του ραπόρτο, για το που βρίσκεται η κατάσταση στην ΕΕ και τι χρειάζεται για να αντιμετωπισθεί.
Και η σύνθεση των προσώπων -αμφίβολη μέχρι την τελευταία στιγμή με την παραίτηση Μπαρνιέ- δεν φαίνεται να έχει ισχυρά σημεία αναφοράς στα κρίσιμα χαρτοφυλάκια, ειδικά στην περιοχή της τραπεζικής ενοποίησης, της ανταγωνιστικότητας και της άμυνας. Τα τρία σημεία δηλαδή στα οποία η έκθεση Ντράγκι εντοπίζει το ευρωπαϊκό «τέλμα» αλλά και την υπό προϋποθέσεις δυνατότητα εξόδου από αυτή την κρίση.
Κάποιοι στις Βρυξέλλες εξηγούν αυτή την αδυναμία με το γεγονός ότι σε μία πολιτικά και οικονομικά κατακερματισμένη Ευρώπη θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν επιλογές ανάλογες εκείνων που έγιναν την πρώτη δεκαετία της νομισματικής και οικονομικής «σύγκλισης».
Κάποιοι άλλοι διακρίνουν πίσω από αυτή την διαπίστωση ότι αυτός ο κατακερματισμός και η πολιτική αμηχανία, δίνουν όμως την ευκαιρία για μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό πίσω από την επιλογή του προέδρου της Κομισιόν ήτοι το πρόσωπο της κας Φον Ντερ Λάιεν. Αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι καθαρό αν είναι για… καλό ή για κακό, δεδομένης της εμπειρίας της προηγούμενης θητείας της κας Φον Ντερ Λάιεν, της εκλεκτής της πάλαι ποτέ ισχυρής Μέρκελ.
Η συσχέτιση της σύνθεσης της Κομισιόν που παρουσιάσθηκε με την Έκθεση Ντράγκι είναι καθοριστικός παράγοντας για την επόμενη ημέρα καθώς τα όσα κατέγραψε ως ευρωπαϊκή πραγματικότητα ο Μάριο Ντράγκι είναι πλέον η επίσημη εικόνα της Ε.Ε. απέναντι στην οποία θα πρέπει να σταθούν οι πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμόσει η νέα Κομισιόν. Να θυμίσουμε τι είπε -και δεν αμφισβητήθηκε επισήμως από κανένα εκτός του γερμανού ΥΠΟΙΚ για το χρέος- ο Μάριο Ντράγκι. Προειδοποίησε με αριθμούς και «δεδομένα» ότι η ΕΕ οδεύει προς ένα «τέλμα» καθώς δεν εμφανίζεται ικανή να αντιμετωπίσει τις δραματικές οικονομικές, γεωπολιτικές και ενεργειακές προκλήσεις της νέας εποχής.
Είπε συγκεκριμένα (στο Ευρωκοινοβούλιο), «είμαστε οι πιο εκτεθειμένοι σε αυτές τις αλλαγές επειδή είμαστε οι πιο ανοιχτοί, ο λόγος εμπορίου / ΑΕΠ υπερβαίνει το 50%, σε σύγκριση με το 37% στην Κίνα και το 27% στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είμαστε οι πιο εξαρτημένοι. Βασιζόμαστε σε μια χούφτα προμηθευτών για κρίσιμες πρώτες ύλες και εισάγουμε περισσότερο από το 80% των ψηφιακών τεχνολογιών. Έχουμε τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, δύο ή τρεις φορές υψηλότερες από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Υστερούμε όσον αφορά τις νέες τεχνολογίες, με μόνο 3 ή 4 ευρωπαϊκές εταιρείες να βρίσκονται στην κορυφή της ψηφιακής τεχνολογίας. Και μόνο 10 κράτη μέλη δαπανούν το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα».
Σημείωσε τρεις βασικούς τομείς στην έκθεσή του: καινοτομία, απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα και ασφάλεια. Η πρώτη πρόκληση όπως είπε είναι να γεφυρωθεί το χάσμα στην τεχνολογία με τις ΗΠΑ και την Κίνα. «Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δαπανούν 270 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα για έρευνα και ανάπτυξη από τις αμερικανικές εταιρείες».
Επιπλέον, «οι εταιρείες της ΕΕ που επιθυμούν να αναπτυχθούν παρεμποδίζονται από την έλλειψη ολοκληρωμένης κεφαλαιαγοράς. Πρέπει να άρουμε τα εμπόδια στην ανάπτυξη των νεοφυών επιχειρήσεων και να ενσωματώσουμε νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη στο βιομηχανικό μας σύστημα…
Έχουμε ακόμα πολλά δυνατά σημεία στην Ευρώπη, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα γίνουμε αναπόφευκτα ένα λιγότερο ευημερούν, λιγότερο δίκαιο, λιγότερο ασφαλές μέρος και, ως εκ τούτου, θα είμαστε λιγότερο ελεύθεροι να επιλέξουμε το πεπρωμένο μας.
Η κλίμακα της τρέχουσας πρόκλησης υπερβαίνει το μέγεθος των εθνικών οικονομιών μας.
Η παράλυση δεν είναι βιώσιμη, η ενσωμάτωση είναι η μόνη ελπίδα που μας έχει απομείνει…».
Αυτή είναι η επόμενη ημέρα που έχει να αντιμετωπίσει η «νέα» Κομισιόν.
Και τα «πρόσωπα» που την απαρτίζουν με ελάχιστες εξαιρέσεις -τόσο λόγω χώρας προέλευσης όσο και προσωπικότητας του επιλεγμένου Επιτρόπου- δεν φαίνονται ικανά να καλύψουν ένα τέτοιας κλίμακας «καθήκον». Πολύ δε περισσότερο όταν θα έχουν να αντιμετωπίσουν «εθνικές» αντιρρήσεις, όπως αυτές του Γερμανού ΥΠΟΙΚ κ. Λίντνερ, απέναντι στην προοπτική δημιουργίας ενός χρηματοδοτικού πλαισίου βασισμένου στο αμοιβαίο χρέος που πρότεινε ο Μάριο Ντράγκι.
Η απάντησή του βέβαια στον κ. Λίντνερ ήταν σαφής, «εάν αντιτίθεστε στην οικοδόμηση μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς, στην ολοκλήρωση της κεφαλαιαγοράς και στην έκδοση κοινού χρέους, αντιτίθεστε στους στόχους της ΕΕ…».
Αλλά αν ένας «Ντράγκι» αντιμετωπίζει αρνητικές απαντήσεις σε τόσο κρίσιμα ζητήματα, είναι εύκολο να προβλέψει κανείς τι «μπορεί» να κάνει ένας ή μία που δεν την/τον ξέρει, ούτε ο… θυρωρός της/του, όταν η επιβίωση του ευρώ απέναντι σε δολάριο και γουάν, προϋποθέτει επενδύσεις 750 – 800 δισ. ευρώ ετησίως…