Την Πέμπτη (12.9.2024) η κα Λαγκάρντ θα μας ενημερώσει αφ’ ενός για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να μειώσει εκ νέου τα επιτόκια – κατά 0,25% εκτός απροόπτου – κυρίως όμως θα μας ενημερώσει (;) για το τι θα ακολουθήσει.
Αν δηλαδή θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες οικονομίας και χρηματαγοράς για άλλες πέντε μειώσεις επιτοκίων μέχρι τα τέλη του 2025 και αλλαγή στάσης όσον αφορά την διαθεσιμότητα ρευστότητας (Μ3) στο σύστημα.
Αν αυτό, το δεύτερο μέρος δηλαδή της ενημέρωσης, δεν υπάρξει ή είναι τόσο νεφελώδες που αφήσει τα ερωτηματικά ανοικτά, η μείωση του επιτοκίου κατά 0,25%, ελάχιστα θα μπορούσε να βελτιώσει την παρούσα κατάσταση. Μία κατάσταση όπου η αναχρηματοδότηση του χρέους που δημιουργήθηκε μέχρι την πανδημία γίνεται πλέον εδώ και δύο χρόνια με πολλαπλάσιο κόστος από εκείνο στο οποίο το χρέος αυτό -δημόσιο και ιδιωτικό- έχει δημιουργηθεί.
Και όχι μόνο αυτό. Γίνεται -όταν γίνεται- με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία καθώς τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι εμπορικές τράπεζες έχουν αυξήσει κατακόρυφα την δυσκολία προσέγγισης σ’ αυτή την ρευστότητα. Εχουν περιορίσει δηλαδή δραστικά την παροχή ρευστότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ένα παράδειγμα, του τι σημαίνει αυτό, έδωσε πρόσφατα δημοσίευμα του FT σύμφωνα με το οποίο τα στατιστικά στοιχεία της προηγούμενης και της τρέχουσας οικονομικής περιόδου δείχνουν ένα πρωτοφανές «πάγωμα» από τις τράπεζες στα δάνεια για αγορά ακινήτων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά…
Με αυτά τα «δεδομένα» – λέξη που χρησιμοποιεί σαν βάση για τις αποφάσεις της πλέον η ΕΚΤ – η μεθαυριανή ανακοίνωση της ΕΚΤ για την μείωση των επιτοκίων ελάχιστη σημασία μπορεί να έχει αν δεν συνοδεύεται με το ξεκαθάρισμα του ορίζοντα για το πως θα εξελιχθεί η παροχή ή ο περιορισμός παροχής ρευστότητας στο σύστημα.
Προφανώς, επειδή αυτά δεν συμβαίνουν οποιαδήποτε στιγμή, αλλά σε ένα περιβάλλον όπου η ευρωπαϊκή οικονομία, βρίσκεται ήδη σε καθίζηση και απειλείται ξεκάθαρα από ένα νέο κύμα στασιμότητας και ύφεσης, το ξεκαθάρισμα αυτής της απάντησης από την ΕΚΤ είναι το κύριο ζήτημα.
Αν λάβει κανείς υπόψη του και την χθεσινή παρουσίαση της Έκθεσης Ντράγκι για την βιωσιμότητα και όχι απλά για την ανταγωνιστικότητα της ευρωοικονομίας, αυτό το ζήτημα, δηλαδή η χρηματοδότηση, είναι το μείζον για την Ευρωζώνη.
Η εκτίμηση Ντράγκι είναι ότι συνολικά η Ευρωζώνη έχει ανάγκη από μία ροή χρηματοδότησης της τάξης των 800 δις ευρώ ετησίως, κάτι δηλαδή που αγγίζει το 4% – 4,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως. Ο ίδιος το συνέκρινε με ένα τριπλασιασμό ή τετραπλασιασμό της χρηματοδοτικής ροής που αντιπροσώπευε για την οικονομία της Ευρώπης το Σχέδιο Μάρσαλ μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου…
Απέναντι σ’ αυτές τις απαιτήσεις χρηματοδότησης, η ΕΚΤ θα ήταν στα όρια του «αστείου» να περιορισθεί την Πέμπτη σε μία ανακοίνωση που θα δηλώνει απλά μία μείωση του επιτοκίου κατά 0,25% χωρίς τίποτα άλλο. Και αυτό την ίδια στιγμή που η Κομισιόν με το νέο «επικαιροποιημένο» (αλήθεια με βάση ποια «δεδομένα» 😉 Σύμφωνο Σταθερότητας «παγώνει» τις δημόσιες δαπάνες την επόμενη τετραετία στις οικονομίες της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από την παραγωγή δημοσίων εσόδων…
Λίγο πολύ η εικόνα μοιάζει σαν να οδηγούν το καράβι της ευρωοικονομίας κατευθείαν ανάμεσα στις Συμπληγάδες της οικονομικής δημοσιονομικής και νομισματικής ασφυξίας.