Μοιάζει παράδοξο και πράγματι είναι, το να διαπιστώνει κανείς ότι η οικονομία της Ευρωζώνης σ’ αυτή την συγκεκριμένη άσχημη διεθνή συγκυρία, έχει απέναντί της σαν «εχθρούς» δύο από τους βασικότερους θεσμικούς φορείς της ίδιας της Ευρωζώνης, την Κομισιόν και την ΕΚΤ. Τους δύο εκφραστές δηλαδή της «συλλογικής» (;) πολιτικής της οικονομίας στο δημοσιονομικό και νομισματικό σκέλος της.

Η Κομισιόν δρομολογεί – με συνεχιστή της «γραμμής» την κα Φον Ντερ Λάινεν – την επιστροφή στην περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μέσω της ενεργοποίησης του επικαιροποιημένου Συμφώνου Σταθερότητας και διπλό στόχο την μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους.

Και η ΕΚΤ υποχρεώνει την οικονομία που βρίσκεται σε δημοσιονομική σύσφιξη μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας, σε αυξημένο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, αφού διατηρεί τα επιτόκια σε τριπλάσιο μέγεθος από εκείνο με το οποίο το χρέος αυτό είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια.

Το δραματικό και ακατανόητο είναι ότι επιβάλουν την διπλή αυτή σύσφιξη και περιορισμό σε «μία» οικονομία η οποία βρίσκεται ήδη σε διολίσθηση με ρυθμούς ανάπτυξης κάτω της μονάδας, ήτοι στα όρια του στατιστικού λάθους για πραγματική ύφεση.

Ακόμα περισσότερο αυτές οι οικονομίες της Ευρωζώνης βρίσκονται ήδη υπό την πίεση μιας ακόμα μεγαλύτερης επιβάρυνσης αυξανόμενων (με απαίτηση ΝΑΤΟ) δημοσίων δαπανών που αφορά στην παραγωγή πολεμικού υλικού το οποίο οδηγείται και «καταστρέφεται» στην Ουκρανία.

Και αυτό ενώ παράλληλα οι ίδιες οικονομίες είναι εκείνες που χρηματοδοτούν την δημοσιονομική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού της Ουκρανίας.

Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι συνολικά η ευρωπαϊκή οικονομία και ειδικά ο ισχυρότερος μέχρι σήμερα ευρωπαϊκός εταίρος της η Γερμανία έχουν απωλέσει – λόγω των κυρώσεων σε Ρωσία και Κίνα – τους δύο βασικούς πυλώνες υποστήριξης της ευρωπαϊκής ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών, ήτοι της φθηνής ενέργειας λόγω των κυρώσεων στην Ρωσία και της φθηνής εργασίας λόγω των εμπορικών κυρώσεων στην Κίνα.

Και σαν να μην έφθανε αυτό ο υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία Τράμπ κατηγορεί την Ευρώπη και ειδικά την Γερμανία ότι εκμεταλλεύεται τους χαμηλούς δασμούς των ΗΠΑ έναντι των ευρωπαϊκών προϊόντων και προειδοποιεί ότι αν κερδίσει θα τους αυξήσει «όσο χρειάζεται…» περιορίζοντας το ισχυρότερο στοιχείο τροφοδοσίας στις παρούσες συνθήκες του εμπορικού της πλεονάσματος με τις ΗΠΑ…

Με αυτά τα δεδομένα, η ΕΚΤ παρ’ όλα αυτά κρατάει τα επιτόκια δανεισμού σε επίπεδα υπερτριπλάσια (3,75%) εκείνων που οι οικονομίες της ευρωζώνης χρειάζονταν να πληρώσουν για να δανεισθούν όταν δημιουργούσαν το τρέχον υπερδιογκωμένο σήμερα χρέος. Οι πολλαπλάσιες δαπάνες που πρέπει σήμερα να πληρώσουν οι χώρες μέλη είτε για να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος αυτό με τα υπερτριπλάσια επιτόκια, είτε για να καλύψουν με νέο δανεισμό τα ελλείμματά τους, περιορίζουν ακόμα περισσότερο τον ήδη μειούμενο λόγω της επανεκκίνησης του Συμφώνου Σταθερότητας δημοσιονομικό χώρο που διαθέτουν.

Εξωφρενικό μάλιστα δείγμα αυτής της «παράνοιας» με την οποία η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει την κατάσταση, είναι το γεγονός ότι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν συνδέει τις δυνατότητες αύξησης των επενδύσεων με την αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Αντίθετα οι νέοι κανόνες ορίζουν το ποσοστό αύξησης των δημοσίων δαπανών για επενδύσεις ή παροχές, ανεξάρτητα από το πόσο αυξάνονται ή όχι τα δημόσια έσοδα.

Σ’ αυτό το τελευταίο ζουρλομανδύα βρίσκεται παγιδευμένο και το σχέδιο προϋπολογισμού του 2025 για την Ελλάδα, όπου παρά τα πολύ μεγαλύτερα πλεονάσματα (λόγω του μνημονιακού ΦΠΑ) των φορολογικών εσόδων, τα όρια αύξησης των δημοσίων δαπανών ουσιαστικά «παγώνουν» ή μειώνονται σε πραγματικές τρέχουσες αξίες (λόγω του πληθωρισμού).

Το αξιοσημείωτο αυτής της οικονομικής παραδοξότητας (!) που έχει ήδη, όπως φάνηκε και στις ευρω-εκλογές, τεράστιες πολιτικές συνέπειες, είναι ότι κανείς δεν ασχολείται με αυτό και κανείς δεν το… δείχνει με το δάχτυλο σαν την βασική – μαζί με τον πόλεμο – πηγή του επερχόμενου κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού εφιάλτη.

 

Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας