Κυριακή, 30 Ιουν.
32oC Αθήνα

Η γενικευμένη αδιαφορία για τις ευρωεκλογές και ο πραγματικός καθημερινός πόλεμος του καταναλωτή

Η γενικευμένη αδιαφορία για τις ευρωεκλογές και ο πραγματικός καθημερινός πόλεμος του καταναλωτή

Φυσιολογικά καθώς απέχουμε λιγότερο από ένα μήνα από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, θα έπρεπε το θέμα αυτό να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. 

Πρακτικά αυτό που διαπιστώνει κανείς εύκολα είναι ότι χρειάζεται κάποια προσπάθεια για να θυμηθεί η κοινή γνώμη ότι «συμβαίνει», παρά την επίμονη προσπάθεια των ρεπορτάζ στα τηλεοπτικά κανάλια, που όσο μεγαλύτερη είναι (η προσπάθεια) τόσο περισσότερο κοστίζει στο κανάλι σε τηλεθέαση… 

Πολύ περισσότερο όμως, ακόμα και από τα αγωνιώδη «νέα» για τις εξελίξεις στον πόλεμο στην Γάζα ή τα νεότερα του πολέμου στην Ουκρανία, η προσοχή της κοινής γνώμης παραμένει αγκιστρωμένη κυριολεκτικά στο θέμα του «πολέμου» των τιμών. 

Εδώ, στο μέτωπο αυτό τα νέα είναι… μπερδεμένα. 

Ο επίσημος δείκτης τιμών καταναλωτή διολισθαίνει σχεδόν σταθερά προς το όριο του 2%. 

Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τις τιμές των πλέον απαραίτητων προϊόντων και υπηρεσιών, και δει των καυσίμων και των τροφίμων ή ακόμα χειρότερα της στέγασης.

Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται μία συζήτηση – μετ’ εμποδίων – για την κατά συνέπεια επικείμενη μείωση των επιτοκίων, αφού ο γενικός δείκτης τιμών «πέφτει», αλλά να παραμένει η επιφύλαξη των καταναλωτών για το κατά πόσο αυτό είναι «τάση» ή μόνο ένα προσωρινό γεγονός. 

Για να μη ξεχνάμε άλλωστε ότι ήταν οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες που αρχικά έβλεπαν τον πληθωρισμό να αυξάνεται ραγδαία και έλεγαν ότι είναι κάτι προσωρινό, με αποτέλεσμα να χτυπήσει κόκκινο πριν αποφασίσουν να κινηθούν. 

Και τώρα μετά από την απότομη αύξηση των επιτοκίων – όταν παραδέχθηκαν το λάθος τους – με τον πληθωρισμό να πέφτει σχεδόν σταθερά «φυσάνε και το γιαούρτι» κατά την γνωστή παροιμία, αφού κάηκαν προηγουμένως στον …χυλό. 

Ο πληθωρισμός των τροφίμων και της ενέργειας (παρ’ ότι έχει μειωθεί σε πραγματικούς όρους), μέσα σε 18 μήνες έχει «φέρει» τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που περιλαμβάνει (σε σύγκριση με το πριν), σε τόσο πολύ υψηλά επίπεδα των οποίων ακόμα και η σχετική διολίσθηση του ρυθμού των αυξήσεων, καθιστά τις τιμές τους παράγοντα αρνητικών προσδοκιών για τον καταναλωτή. 

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απώλεια της αγοραστικής του δύναμης λόγω του πληθωρισμού έχει έρθει να προστεθεί στις ήδη σημαντικές απώλειες της τελευταίας δεκαετίας, ειδικά στην Ελλάδα των τριών μνημονιακών περιόδων. Για να αναστραφεί αυτή η απώλεια θα πρέπει να μεσολαβήσει μία επίμονη και πειστική περίοδος πτώσης των τιμών και όχι απλά του πληθωρισμού. 

Και αυτή η «πτώση» σε καμία περίπτωση δεν καταγράφεται σε καμία ανάλυση προοπτικών, ή έστω αύξησης των εισοδημάτων ή βελτίωσης της αγοραστικής δύναμης. 

Με αυτά τα «δεδομένα», μιας και η λέξη αυτή έχει γίνει πλέον το καταλυτικό «ματζούνι» για τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ καθορίζει εμπειρικά πλέον την πολιτική της, όσο αφορά το κόστος του χρήματος, οι συγκεκριμένες ευρωεκλογές, δεν φαίνονται να είναι ένα γεγονός που να μπορεί να επηρεάζει έστω και στο ελάχιστο, το μείζον για την πολιτική ζωή και την επιβίωση των πολιτών, ζήτημα… 

Όσο για την πολυσυζητημένη επικείμενη μείωση των επιτοκίων – κατ’ αρχήν άπαξ τον Ιούνιο – από την ΕΚΤ, αφ’ ενός δεν πρόκειται εκ των πραγμάτων να αλλάξει κάτι καθ’ εαυτή (0,25%) στο άμεσο αποτέλεσμα του κόστους του χρήματος και αφ’ εταίρου κανείς, ούτε και η ΕΚΤ, γνωρίζει αν θα έχει συνέχεια. 

Με άλλα λόγια το κόστος του χρήματος ακόμα και μετά τον Ιούνιο, ως προοπτική, θα παραμένει σαν ποσοστό υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου ποσοστού μεταβολής της ανάπτυξης της οικονομίας άγνωστο ακόμα για πόσο χρονικό διάστημα. 

Και με αυτό το «δεδομένο» η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας παραμένει εκτός ορίζοντα. 

Ειδικά εκείνων που επηρεάζονται στην καθημερινή τους επιβίωση από τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών και των τροφίμων.

Οικονοκλαστικά Τελευταίες ειδήσεις