Πρόσφατα σε εκδήλωση με την παρουσία σχεδόν όλων των επικεφαλείς των συστημικών τραπεζών, ένας εξ αυτών απαντώντας στο γιατί έχει συρρικνωθεί σε πρωτοφανή βαθμό η παροχή δανείων από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έδωσε την ακόλουθη απάντηση.
«Πάνω από 800.000 επιχειρήσεις δεν έχουν στοιχεία ικανά για να τεκμηριώσουν τη χορήγηση δανείων…». Και ο ίδιος συμπλήρωσε για να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση: «Φέρτε μου μία εταιρεία με πιστοληπτική ικανότητα που ζήτησε και δεν της δώσαμε δάνειο…». Από μόνη της αυτή η παρέμβαση – σχόλιο, λέει δύο πράγματα γι’ αυτούς που θέλουν να ακούσουν.
Το πρώτο είναι ότι επιβεβαιώνει αυτό που λένε τα στατιστικά στοιχεία τόσο του Α τριμήνου του 2024, όσο και γενικά της τελευταίας περιόδου, που δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν… σταματήσει να είναι τράπεζες. Δηλαδή να δανείζουν (έστω και με ψηλό επιτόκιο), σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά τα χρήματα που παίρνουν από τους καταθέτες αποταμιευτές σχεδόν… δωρεάν.
Το δεύτερο που υποστηρίζει ο συγκεκριμένος τραπεζίτης – που δεν είναι μόνο δική του «θέση», για να μην τον παρεξηγήσουμε, αλλά και των συναδέλφων του από τις άλλες τράπεζες – είναι ότι στην εγχώρια οικονομία δεν υπάρχουν επιχειρήσεις σε τόσο μεγάλο αριθμό και τόσο καλή κατάσταση που να μπορούν να είναι φερέγγυες για να μπορούν να πάρουν δάνεια από τις τράπεζες. Δηλαδή με άλλα λόγια στην Ελλάδα με τον υψηλότερο, εν μέσω οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρώπη, ρυθμό ανάπτυξης, εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις – αλλά προφανώς και τα νοικοκυριά – βρίσκονται σε κατάσταση που κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε χρεοκοπία (δεν μπορούν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους).
Η αντίφαση είναι πρωτοφανής και …εκκωφαντική. Η οικονομία με την μεγαλύτερη ανάπτυξη δεν μπορεί να ζητήσει και να πάρει δάνεια από τις τράπεζες, γιατί δεν είναι φερέγγυα! Και το ερώτημα είναι τι συμβαίνει, αν αυτό είναι τόσο αλήθεια όσο λένε οι τράπεζες. Την απάντηση στο ερώτημα ασφαλώς οφείλουν να την δώσουν οι επικεφαλείς της οικονομίας και τα αρμόδια υπουργεία…
Στο μεταξύ καλό είναι να δούμε τι «γνωρίζουμε» εμείς, με βάση τα στατιστικά στοιχεία, απέναντι σ’ αυτό το παράδοξο της οικονομίας. Τα στοιχεία της Eurostat μαρτυρούν τα ακόλουθα.
Πρώτον ότι η Ελλάδα είναι η οικονομία με τις χαμηλότερες δημόσιες αμιγώς κρατικές επενδύσεις από κάθε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Μάλιστα τις χαμηλότερες. «Δημόσιο» χρήμα μπαίνει στην οικονομία στο επίπεδο των επενδύσεων αλλά προέρχεται κατά βάση από το προσωρινό Ταμείο Ανάκαμψης (που είναι επιδοτήσεις αλλά βασικά δάνεια μέχρι και το 2026) και από το ΕΣΠΑ, κυρίως από το ΕΣΠΑ.
Αν λοιπόν οι τράπεζες δεν «δανείζουν» και το δημόσιο κάνει επενδύσεις μόνο με λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ (δηλαδή μόνο σε τομείς μεγάλων υποδομών και υπηρεσιών που ορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση) τότε από που επιτέλους μπαίνουν επενδύσεις στην οικονομία; Τα στοιχεία της Eurostat λένε τα ακόλουθα.
Μετά την πρόσφατη αύξηση στο 13,7% το 2022, οι επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν σταθερά πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ευρωζώνη). Εκεί που θα περίμενε κανείς ότι υπερκαλύπτεται η ολιγωρία τραπεζών και κράτους, δηλαδή από τις επιχειρήσεις, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Οι επενδύσεις από την πλευρά των επιχειρήσεων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) βρίσκονται στο 7,4% του ΑΕΠ το 2022, έναντι 13,4% για τη ζώνη του ευρώ. Δηλαδή σχεδόν στο μισό της Ευρωζώνης. Οι επενδύσεις των νοικοκυριών έχουν επίσης συρρικνωθεί από το 10,6% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 7% στην Ευρωζώνη το 2008, σε σχεδόν 2,7% το 2022 έναντι του ΜΟ Ευρωζώνης στο 6,3%.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό είναι ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα υπο-αποδίδουν σε σχέση με τις αντίστοιχες χώρες της Ε.Ε. όπως π.χ. Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία και αυτό αφορά σε όλες τις επενδυτικές κατηγορίες. Και που είναι η χειρότερη σύγκριση; Κυρίως στην μεταποίηση/βιομηχανία και στα ακίνητα.
Όσο αφορά βέβαια την μεταποίηση και την βιομηχανία η απάντηση είναι εύκολη. Η αιτία είναι η πολύ χαμηλή παραγωγικότητα. Με άλλα λόγια η μοναδική «πηγή» ισχυρής χρηματοδότησης στην οικονομία είναι η προσωρινή (μέχρι και το 2026) εισροή (επιδοτήσεων και δανείων) από το Ταμείο Ανάκαμψης και κυρίως το ΕΣΠΑ. Ούτε από τις τράπεζες ούτε από το δημόσιο.
Τι θα συμβεί όταν τελειώσει το Ταμείο Ανάκαμψης, ή ακόμα χειρότερα, όταν οι 800 και πλέον χιλιάδες επιχειρήσεις που ανάφερε ο τραπεζίτης φτάσουν στα όριά τους και δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα βήμα; Πόσες από αυτές έχουν ήδη φτάσει στα όριά τους; Πόσες από αυτές είναι έτοιμες να «φουσκώσουν» εξ αιτίας αυτής της μη χρηματοδότησης και πάλι τα κόκκινα δάνεια; Το ερώτημα παραμένει.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «ωραία οι τράπεζες δεν δανείζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, πως βγάζουν αυτά τα πρωτοφανή κέρδη που φτάνουν μέχρι και το να δίνουν ξανά μερίσματα ή ακόμα περισσότερο να επαναγοράζουν μετοχές τους για να τις στηρίζουν στο χρηματιστήριο;». Η απάντηση είναι απλή και έχει φροντίσει γι’ αυτό η ΕΚΤ και το δημόσιο χρέος.
Η ΕΚΤ «τοκίζει» τα λεφτά των τραπεζών (δηλαδή των αποταμιευτών για λογαριασμό των τραπεζών) με 4%, ενώ το ελληνικό δημόσιο πληρώνει επίσης τόκους για τα ομόλογά του που έχουν αγοράσει οι τράπεζες (με λεφτά των αποταμιευτών) σε ανάλογα επίπεδα…
Θα πει κανείς, «ναι αλλά από τον επόμενο μήνα η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια και αυτή η «πηγή» θα αρχίσει να στερεύει σιγά – σιγά, που θα βρουν να δώσουν οι τράπεζες τα 6 δις ευρώ σε δάνεια που είπαν ότι θα δώσουν για το 2024;…». Και εδώ η απάντηση είναι μάλλον προφανής.
Κατ’ αρχήν η «απώλεια» από την μείωση των επιτοκίων έχει ήδη προεξοφληθεί από τις τράπεζες με ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των επιτοκίων καταθέσεων αφ’ ενός. Και αφ’ εταίρου η ΕΚΤ δεν πρόκειται να συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια με τους ρυθμούς που τα αύξησε πριν από δύο χρόνια. Έτσι κι αλλιώς τα επιτόκια θα μείνουν αρκετά ψηλά για να προστατέψουν το ευρώ από το δολάριο (όσο μπορούν βέβαια…).
Όσο για τα 6 δις ευρώ των χορηγήσεων, ας μην ανησυχούμε η «ελληνική» ναυτιλία κατ’ αρχήν και τα μεγάλα έργα, που δεν αφορούν τις 800 χιλιάδες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά, χρειάζονται πολλαπλάσια ποσά από τα 6 δις ευρώ που έχουν διαθέσιμα οι εγχώριες τράπεζες…
Το ερώτημα όμως παραμένει, οι τράπεζες πότε και με ποιο τρόπο θα αρχίσουν να ξαναγίνονται τράπεζες;