Τα στοιχεία της Eurostat και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών – όπως και της «δικής» μας της ΕΛΣΤΑΤ – δείχνουν σχεδόν σταθερά τους τελευταίους μήνες την διολίσθηση των δεικτών που αφορούν στον πληθωρισμό, αλλά και στην ανεργία.
Η «πτώση» μάλιστα του ΔΤΚ είναι τέτοια που υποχρεώνει ακόμα και τους «σκληρούς» στην ΕΚΤ να αποδέχονται σαν βεβαιότητα την μείωση των επιτοκίων τους επόμενους δώδεκα μήνες. Οι εκτιμήσεις λόγω αυτών των στοιχείων οδηγούν σε προβλέψεις για πολλές μειώσεις στο κόστος του χρήματος από την ΕΚΤ, σε σημείο τέτοιο που η συνολική μείωση να κατεβάσει μετά από ένα χρόνο το επιτόκιο τα επίπεδα του 2,25% – 2,50% από 3,75% που είναι σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά οι «ατμομηχανές» της οικονομίας της Ευρωζώνης και ειδικά η Γερμανία, κινούνται ολοένα και περισσότερο μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης, καθώς συμπαρασύρονται από την ανταγωνιστική ασφυκτική συμπίεση μεταξύ των συμπληγάδων Κίνας και ΗΠΑ.
Με αυτά τα δεδομένα και στην βάση της εμπειρίας – για το πως κινείται ιστορικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ΕΚΤ – το συμπέρασμα είναι ότι για την ΕΚΤ η μείωση του (επιτοκιακού) κόστους του χρήματος παραμένει μονόδρομος.
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος ισχυρότερος ίσως λόγος γι’ αυτό, που δεν είναι άλλος από την επικείμενη επίσης μείωση επιτοκίων από την Fed, που η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει με ανάλογη ταχύτητα, για να αποφύγει την ήδη υψηλή ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Με αυτά τα δεδομένα το οικονομικό περιβάλλον στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται πλέον αφ’ ενός από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, σαν αποτέλεσμα των κυρώσεων στην Ρωσία, και επιδεινώνεται ραγδαία από την αυξανόμενη επιθετικότητα του ανταγωνισμού από ΗΠΑ και Κίνα.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και με τις αυξήσεις στους μισθούς να μην έχουν καταφέρει να ακολουθήσουν την ταχύτητα αύξησης των τιμών, παρά την σχετικά χαμηλή ανεργία, οι συνέπειες καταγράφονται με εκκωφαντικό …θόρυβο στην ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.
Ιδιαίτερα σε οικονομίες όπως η εγχώρια που στηρίζεται – όπως και η αμερικάνικη (!) μάλιστα – σχεδόν στο 70% (του ΑΕΠ) στην κατανάλωση. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται με αρκετή σαφήνεια στα στοιχεία δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, όπου εστίαση και μεταφορές, αποτελούν τις αιχμές στην δημιουργία νέας επιχειρηματικότητας, μακριά από σημαντικές επεκτάσεις της παραγωγικής διαδικασίας με σημαντική προστιθέμενη αξία, αν εξαιρέσει κανείς μέρος των – με ημερομηνία λήξης – επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ανεργία κατά συνέπεια μπορεί να παραμένει σε χαμηλά σχετικά επίπεδα ή και να εμφανίζεται ότι μειώνεται με τους σχετικούς δείκτες να ευημερούν, αλλά οι αμοιβές στην Ευρωζώνη και ειδικά στην Ελλάδα, παραμένουν πολύ κάτω από τα επίπεδα, στα οποία θα μπορούσαν να «αντικρίσουν» το επίπεδο των τιμών, εκεί που έχουν καταλήξει σήμερα, μέσα από την ανοδική φάση του πληθωρισμού.
Με αποτέλεσμα η υπάρχουσα απασχόληση να μην είναι πλέον επαρκής όρος για να βγαίνει … ο μήνας και να διατηρεί την καταναλωτική δαπάνη, ή πολύ περισσότερο να την αυξάνει.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και με το τραπεζικό σύστημα, ειδικά το εγχώριο, να μη δείχνει ικανό να «μεταφέρει» αυτή την ελάφρυνση προς τα κάτω, μέσω του συστήματος χρηματοδότησης, είναι αμφίβολο το κατά πόσο μπορεί να αλλάξει ή έστω να ανακουφίσει αυτή την πίεση.
Πολύ περισσότερο μάλιστα που το περιβάλλον αυτό θα επιδεινωθεί με την ενεργοποίηση από 1/1/2025 του επικαιροποιημένου Συμφώνου Σταθερότητας, του οποίου η νέα καταστατική αρχή στοχεύει στο «πάγωμα» των δημοσίων δαπανών και η ανεξαρτητοποίησή τους από την εξέλιξη των εσόδων, με στόχο την ενίσχυση των πρωτογενών πλεονασμάτων και το μάτι στραμμένο στην εξυπηρέτηση του χρέους, κρατικού και ιδιωτικού.