Η ανακοίνωση της μείωσης των επιτοκίων κατά 0,25% χθες (5.6.2024) από την κα Λαγκάρντ, ασφαλώς ήταν «μη είδηση».
Είχε προαγγελθεί με τόσους τρόπους και τόσες φορές που αν χθες δεν γινόταν θα ακολουθούσε… σεισμός. Και η ΕΚΤ δεν μπορούσε να διαψεύσει τον εαυτό της.
Στο μεγάλο ερώτημα όμως, αν μπορεί να συνεχίσει η ΕΚΤ στο ίδιο μονοπάτι, στην βάση των όσων διευκρίνισε η κα Λαγκάρντ στην συνέντευξη τύπου, η απάντηση είναι … άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Δεν ξέρουμε, θα δούμε, παραμένουμε σε φάση νομισματικής σύσφιξης και άλλα σχετικά, που για ένα και μόνο πράγμα βεβαιώνουν τις χρηματαγορές και τις οικονομίες, ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να προβλέψει πλέον για την νομισματική πολιτική της, ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα της βάζει δύσκολα.
Πρώτο στοιχείο αυτής της δυσκολίας είναι το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει προσωρινά ή μη ανακόψει την πτωτική του τάση και δείχνει μία επιμονή σε υψηλά επίπεδα ειδικά στους δείκτες που αφορούν στις υπηρεσίες. Υποστηρικτικά σ’ αυτή την εικόνα έρχεται και η συνεχιζόμενη ανοδική τάση του δείκτη αύξησης των μισθών που αφορούν σε συλλογικές συμβάσεις (καμία σχέση με Ελλάδα…) και το 2024.
Δεύτερο όμως και ίσως ισχυρότερο στοιχείο αβεβαιότητας για την ΕΚΤ είναι το γεγονός ότι η Fed (ΗΠΑ) δεν πρόκειται να προχωρήσει σε ανάλογες μειώσεις επιτοκίων. Αυτό σημαίνει ότι η απόκλιση αποδόσεων μεταξύ των χρηματαγορών του Ευρώ και του Δολαρίου θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη τους επόμενους μήνες.
Οι συνέπειες είναι σαφέστατα επιβαρυντικές για την ευρωζώνη καθώς από την μία ενισχύονται οι τάσεις εξόδου κεφαλαίων από την Ευρωζώνη προς ΗΠΑ και από την άλλη προστίθεται ένας ακόμα επιβαρυντικός για τις πληθωριστικές πιέσεις από τις εισαγωγές.
Στο πλαίσιο αυτό είναι προφανές ότι οι επιπτώσεις στις αγορές ομολόγων δεν μπορούν να αποφευχθούν, όσο η Fed δεν θα μειώνει τα επιτόκια αφού και εκεί ο πληθωρισμός δείχνει να ανακόπτει την πτωτική του πορεία, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να τροφοδοτείται από το παρατεταμένα τεράστιο προεκλογικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Με αυτά τα «δεδομένα» το καράβι της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης φαίνεται να μπαίνει σε δύσκολα νερά, καθώς οι τεράστιες ανάγκες χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, της πράσινης μετάβασης και του πολέμου στην Ουκρανία, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλέον από την προσέλκυση κεφαλαίων στον ευρωπαϊκό χώρο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ΕΚΤ θεώρησε – φυσιολογικά – αναγκαίο να διευκρινίσει ότι θα επιμείνει στην απόσυρση κεφαλαίων που είχε διοχετεύσει μέσω του PEPP στο ευρωσύστημα. Από τον Ιούλιο αρχίζει η μηνιάτικη μείωση της επανεπένδυσης κεφαλαίων από τις λήξεις των ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ και από τις 31 Δεκέμβρη, δηλαδή σε έξι μήνες σταματάει εντελώς ακόμα και μειωμένη επανεπένδυσή…
Βέβαια όπως διευκρινίσθηκε θα παραμείνει σε λειτουργία, το APP, ήτοι το πρόγραμμα δυνατότητας αγοράς ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας, για το ενδεχόμενο αυτή η απόσυρση κεφαλαίων να προκαλέσει περιπέτειες ανάλογες εκείνων της προηγούμενης δεκαετίας.
Με άλλα λόγια όχι μόνο είναι αμφίβολο αν θα ακολουθήσουν άλλες μειώσεις επιτοκίων στον ορατό ορίζοντα, αλλά επιπλέον το «χρήμα» θα αρχίσει να μαζεύεται πίσω στα «ταμεία» της ΕΚΤ για να κλείσει ο επικίνδυνα εκτροχιασμένος ισολογισμός της. Δύσκολες μέρες…