Η κα Λαγκάρντ, η πρόεδρος της ΕΚΤ είναι γνωστό ότι είναι δικηγόρος και όχι οικονομολόγος.
Ο κ. Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης της ΕΚΤ, είναι οικονομολόγος και όχι δικηγόρος.
Η μεν Λαγκάρντ έχει «συλληφθεί» αρκετές φορές στο παρελθόν να λέει οικονομικές «αλήθειες» χωρίς να έχει συναίσθηση των οικονομικών συνεπειών και στην συνέχεια να υποχρεώνεται σε δικηγορίστικές κολοτούμπες. Έτσι για παράδειγμα με το ξέσπασμα της πανδημίας έκανε την περιβόητη δήλωση ότι η ευθύνη της ΕΚΤ δεν είναι να διασώζει τα spreads των χωρών μελών, όταν αυτά είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, για να υποχρεωθεί να «καταπιεί» λίγα 24ωρα αργότερα την δημιουργία του PEPP, που φτιάχτηκε ad hoc για να «σώσει» κυριολεκτικά τα spreads από τον κατακερματισμό της αγοράς ομολόγων.
Ο κ. Λέιν από την άλλη είναι ο άνθρωπος που δεν ξέρει τι σημαίνει πολιτική και «δεν …κρατάει πισινή», κατά το λαϊκώς λεγόμενο.
Έτσι είχε δηλώσει όταν ξέσπασε ο πληθωρισμός ότι είναι προσωρινή μπόρα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, για να περάσει σε χρόνο dt στην άλλη πλευρά και να υποχρεωθεί στην συνέχεια σε μακρά περίοδο σιωπής μέχρι να αρχίσουν τα ψηλά επιτόκια να «τρώνε» τον πληθωρισμό…
Τώρα ο κ. Λέιν με την εμφανή συμφωνία της κας Λαγκάρντ, έβγαλε τον «χρησμό» μετά το πολιτικό πατατράκ στην Γαλλία και την προκήρυξη εκλογών, ότι η απότομη άνοδος των γαλλικών spreads δεν εκφράζει μία γενικευμένη αναταραχή στις αγορές ευρωπαϊκών ομολόγων, αλλά μία επανεκτίμηση. Κάτι δηλαδή σαν επικαιροποίηση τιμολόγησης, για τα γαλλικά ομόλογα.
Και οι οικονομικοί αναλυτές μαζί με τους traders κοιτάζονται μεταξύ τους για το τι ακριβώς θέλει να πεί ο …ποιητής.
Ανατιμολόγηση με τόσο ακραία και απότομη αύξηση των spreads, στην καθομιλουμένη σημαίνει απότομη αλλαγή τιμολόγησης κινδύνου. Μεγάλη και απότομη αύξηση αποδόσεων σημαίνει απότομα αυξημένο και μεγάλο κίνδυνο, σημαίνει ότι οι αγορές απαιτούν περισσότερο «τόκο» για να σε δανείσουν επειδή ο κίνδυνος να μη τα επιστρέψεις είναι ξαφνικά μεγαλύτερος.
Κάτι ξέρουμε και μείς εδώ στην Ελλάδα μετά το 2010. Και εδώ «ανατιμολόγηση» κινδύνου έγινε και έστειλε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στα σκουπίδια.
Αυτό όμως σημαίνει ότι αν η οικονομία που υφίσταται αυτή την «ανατιμολόγηση» χρειάζεται περισσότερα για να δανεισθεί, δεν μπορεί παρά να τα κόψει από την χρηματοδότηση της οικονομίας και της κατανάλωσης δημόσιας και ιδιωτικής, όποια και αν είναι η κυβέρνηση, αφού το νόμισμα με το οποίο πληρώνει δεν το ελέγχει η ίδια αλλά κάποιος άλλος στην Φρανκφούρτη…
Και καλά αν αυτό συμβαίνει μόνο στην Γαλλία.
Τι γίνεται όταν αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Γαλλία αλλά και στην Ιταλία για παράδειγμα, όπως επίσης και όπου αλλού βρίσκεται το γαλλικό δημόσιο και ιδιωτικό (τραπεζικό) χρέος;
Γιατί είναι κοινό μυστικό τα τελευταία 24ωρα ότι όλοι ψάχνονται να δουν μέχρι που πάνε τα «δίχτυα» των γαλλικών τραπεζών, εντός και εκτός ευρωζώνης…
Τι λέει λοιπόν ο κ. Λέιν; Λέει ότι η αύξηση των sprteads είναι μία ανατιμολόγηση κινδύνου μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης;
Αυτό δεν έχει ονομάσει κίνδυνο κατακερματισμού της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων η κα Λαγκάρντ; Και μάλιστα τον έχει αποκαλέσει – δικαίως – τον μεγαλύτερο κίνδυνο στην Ευρωζώνη και για τον λόγο αυτό φτιάχτηκε άρον άρον το PEPP την άνοιξη του 2020 για να κρατηθούν τα ευρω – ομόλογα ζωντανά μέχρι σήμερα;
Τώρα (από πέρσι η απόφαση) το PEPP έχει αποφασισθεί να σταματήσει και να αρχίσει να αποσύρεται. Δηλαδή η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τις αγορές κρατικών ομολόγων και την στήριξη των ομολόγων που «ανατιμολογούνται» προς τα κάτω με το PEPP και το APP .
Στην θέση του όμως – σιωπηρά – η ΕΚΤ έχτισε ένα νέο εργαλείο παρέμβασης στις αγορές ομολόγων, το TPI, περισσότερο ευλύγιστο και αποτελεσματικό κατά τον κ. Λέιν.
Μα αν είναι απλά μία προσωρινή «ανατιμολόγηση» αυτό που συμβαίνει με τα γαλλικά και τα ιταλικά ομόλογα και δεν υπάρχει κίνδυνος αναταραχής, τότε τι το θέλει η ΕΚΤ το TPI, ένα εργαλείο παρέμβασης πιο ευλύγιστο και κυρίως πιο αποτελεσματικό από το PEPP; Τι θα πρέπει να καταλάβουμε τελικά από τα λεγόμενα του κ. Λέιν; Τι μας κρύβουν αυτή την φορά από την Φρανκφούρτη και στις χρηματαγορές της Ευρωζώνης μιλάνε – καθόλου ψιθυριστά πλέον – για μία νέα κρίση χρέους στην Ε.Ε.;