Ο κ. Παπαδημητρίου σημείωσε ότι χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, προσανατολισμένο στις ανάγκες του νέου, υπό διαμόρφωση διεθνούς καταμερισμού εργασίας, δύο από τους δυναμικότερους πόλους του οποίου είναι η Νοτιοανατολική Ασία και η Ευρώπη, ενώ ανέφερε πως «το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι ταυτόσημο με την ουσιαστική ενσωμάτωσή της στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και το παράλληλο άνοιγμά της στην Ανατολή. Είναι αυτό που λέμε, ότι η Ελλάδα τείνει να καταστεί βασική γέφυρα της Ευρώπης προς την Κίνα και την ΝΑ Ασία, είτε ως ενεργειακός είτε ως διαμετακομιστικός κόμβος».
Ακόμη, ο υπουργός σημείωσε, πως επενδύσεις και εξαγωγές συνιστούν το “δίπολο” της αναπτυξιακής εξόδου της χώρας από την κρίση, ενώ ανέφερε πως οι εξαγωγές προσφέρουν επίσης στις ελληνικές επιχειρήσεις την αναγκαία ρευστότητα να κινηθούν και να επενδύσουν, που στερήθηκαν οι επιχειρήσεις κατά την επταετή κρίση.
“Πυλώνας” οι εξαγωγές της χώρας
Αναφερόμενος στην πορεία των εξαγωγών, είπε πως βάσει στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO), την περίοδο 2009-2017 κι ενώ το ΑΕΠ της Ελλάδας υποχωρούσε σε σταθερές τιμές κατά -21,3% , ο όγκος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σημείωνε άνοδο 22%. Η άνοδος αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στην αύξηση του όγκου εξαγωγών αγαθών κατά 48,2%, καθώς ο όγκος των εξαγωγών υπηρεσιών παρέμεινε αμετάβλητος στο διάστημα αυτό, κυρίως λόγω της κάμψης των εξαγωγών υπηρεσιών μεταφορών, που προκάλεσε η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και των ναύλων, ζημιώνοντας την ελληνική ναυτιλία, σημείωσε ο ίδιος.
Βέβαια η αύξηση του όγκου των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (22%) στο εν λόγω διάστημα ήταν υποδιπλάσια της αύξησης των αντίστοιχων ευρωπαϊκών εξαγωγών (47%).
Όμως, όπως είπε, συνέβη σε μία περίοδο δραματικής πτώσης του ΑΕΠ, αντίθετα με την έστω μέτρια ανάπτυξη που γνώρισε η ΕΕ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας -όπως τον μετρά ο λόγος εξαγωγών προς ΑΕΠ- να αυξηθεί από 20% το 2009, σε 31% το 2017.
«Παρέμεινε βέβαια χαμηλότερος του βαθμού εξωστρέφειας της ευρωπαϊκής οικονομίας, ο οποίος αυξήθηκε το ίδιο διάστημα, από 36% σε 47%, όμως αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, όσο ακριβώς αυξήθηκε και στην ΕΕ. Και αυτό αποδεικνύει τη βαθμιαία μεταστροφή της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας, από τα μη εμπορεύσιμα στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και ποιότητας» είπε ο υπουργός.
Στην αύξηση της εξωστρέφειας, κατά τον κ. Παπαδημητρίου, συνέβαλε και συμβάλλει καθοριστικά, με όλα τα λάθη, τις ελλείψεις ή και τις υπερβολές των μνημονιακών πολιτικών που ασκήθηκαν, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Είμαστε πρώτοι στην πρόοδο των μεταρρυθμίσεων
Να σημειωθεί πως τόσο στην δημοσιονομική προσαρμογή, όσο και στην πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα κατέλαβε την 1η θέση μεταξύ των 28 για την περίοδο 2009-2016 και όπως παραδέχεται πρόσφατη έκθεση της Berenberg Research, στην εξαετία 2011-2016, η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις προτάσεις μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ, τόσο έναντι της Ευρωζώνης συνολικά, όσο και έναντι της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιταλίας.
Ο κ. Παπαδημητρίου σημείωσε, ότι το σοκ της επταετούς ύφεσης, που καμία άλλη χώρα δεν πέρασε ποτέ στην ιστορία, αφήνει πίσω βαριά τραύματα στον παραγωγικό ιστό της χώρας, που οι συγκριτικά περιορισμένες εξαγωγές και ξένες άμεσες επενδύσεις δεν μπορούν να υπερκεράσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
«Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν είναι αυτός λόγος να υποτιμήσουμε τη δυναμική τους. Γιατί οι μεν ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 142% το 2016 έναντι του 2015, ξεπερνώντας μάλιστα τα επίπεδα του 2014, ενώ φέτος, στο α’ εννεάμηνο, είναι αυξημένες κατά 69% έναντι του 2016 και τείνουν να υπερβούν τα 4 δισ. ευρώ στο σύνολο του έτους. Οι δε εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται σε όγκο το α’ εξάμηνο του 2017 κατά 7,4%, όταν για το 2017 συνολικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά αύξηση 3,3%, ο ΟΟΣΑ 5,7% και ο επίσημος στόχος, βάσει προϋπολογισμού, είναι 6,9%. Με άλλα λόγια, στο α’ εξάμηνο οι εξαγωγές έχουν ήδη υπερβεί κάθε επίσημη εκτίμηση με τις προβλέψεις για το 2018 να κινούνται γύρω στο 4-5%».
“Βεβαίως”, συνέχισε ο υπουργός, “υπάρχουν ακόμη σημαντικά δομικά προβλήματα στην εξωστρεφή ανάπτυξη της οικονομίας, όπως για παράδειγμα, το δυναμικό για τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης, το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακές, με μικρή παραγωγική δυναμικότητα, εσωστρεφή διοίκηση και περιορισμένα κεφάλαια κίνησης ή η απουσία ισχυρών εξαγωγικών θεσμών και ανάλογης επιχειρηματικής αντίληψης και εμπειρίας”.
Εμπόδιο η υψηλή φορολογική επιβάρυνση
Επιπλέον, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση, σε συνδυασμό με την αδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς, συνιστούν πρόσθετα εμπόδια.
Όμως, δήλωσε εξαιρετικά αισιόδοξος για τις προοπτικές της εξωστρεφούς ανάπτυξης της οικονομίας για τους εξής λόγους:
1. Πολλές μεγάλες επενδύσεις που τώρα αναλαμβάνονται στην Ελλάδα έχουν στόχο τις ξένες αγορές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επενδύσεις από την Παπαστράτος και τη Βιοχάλκο.
Συγχρόνως, άλλες επενδύσεις που γίνονται στο εξωτερικό, όπως η περίπτωση Μυτιληναίου στη Λιβύη, ανοίγουν νέες εξαγωγικές δυνατότητες για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
2. Τα περιθώρια αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγάλα, με δεδομένο ότι το ποσοστό τους στο ΑΕΠ είναι 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ και
3. η εξωτερική ζήτηση από Ευρώπη και παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης τους επιταχύνονται.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ρευστότητας και την δημόσια παρέμβαση για την ενίσχυση του εξαγωγικού αποτυπώματος της χώρας, θα επιδράσουν ευεργετικά σε επενδύσεις και εξαγωγές.
“Αρκετοί μελετητές αμφισβητούν τα πλεονεκτήματα της βασιζόμενης στις εξαγωγές ανάπτυξης και υποστηρίζουν ότι πάσχει από μια πλάνη σύνθεσης, δεδομένου ότι δεν μπορούν όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες να την επιδιώξουν ταυτόχρονα. Προτείνουν δε, μια στροφή στην βασιζόμενη στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης ανάπτυξη.
Όμως, οι δύο αυτές στρατηγικές δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως ασυμβίβαστες. Ιδίως οι χώρες που βγαίνουν από μεγάλη ύφεση και χαρακτηρίζονται από μικρές επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, χρειάζονται να εξάγουν για να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας.
Ως εκ τούτου, η στρατηγική που βασίζεται στις εξαγωγές εξακολουθεί να είναι η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα.
Πρόκειται για επιλογή που δεν σχετίζεται απλά με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά τις θέτει στο πλαίσιο μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που βασίζεται στον παραγωγικό εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση”.