Οι μικροί έμποροι μειώνουν τις τιμές και οι μεγάλοι τις κρατούν σταθερές ή τις αυξάνουν οριακά, όπως προκύπτει από έρευνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου για την πορεία των τιμών στο λιανικό εμπόριο.
Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας, η συμπίεση τιμών, από τις μικρές επιχειρήσεις στον κλάδο ένδυσης και υπόδησης, έχει εξαντληθεί έτσι ώστε να μην υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μείωση σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, ενώ στον κλάδο των τροφίμων, υπάρχουν προσδιοριστικοί παράγοντες των τιμών, οι οποίοι δεν αφορούν στις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης (τελευταίο κρίκο της αλυσίδας) αλλά σε όλα τα προηγούμενα στάδια.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνεται και από την έρευνα του ΔΤΚ και του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ διαφαίνεται η μικρή συσχέτιση του μισθολογικού κόστους με την εξέλιξη του επιπέδου των τιμών. Οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες συγκεντρώνουν τον μεγαλύτερο αριθμό απασχολουμένων και το μισθολογικό κόστος διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στα λειτουργικά τους έξοδα, δεν φαίνεται να έχουν μεταφέρει την ελάφρυνση από το κόστος εργασίας στις τιμές των προϊόντων. Αντίθετα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες στην Ελλάδα, απασχολούν έως 4 άτομα ενώ μεγάλο ποσοστό είναι αυτοαπασχολούμενοι, άρα το μισθολογικό κόστος επί της ουσίας δεν επηρεάζει τα οικονομικά μεγέθη της επιχείρησης, έχουν προβεί σε μειώσεις τιμών, κυρίως στον κλάδο ένδυσης/υπόδησης.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η πολιτική που έχει ακολουθηθεί, τουλάχιστον όσον αφορά στον αντίκτυπό της στο επίπεδο των τιμών, έχει αποτύχει και σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις. Η ραγδαία εσωτερική υποτίμηση που επιχειρείται, θα μπορούσε μόνο θεωρητικά να έχει αντίκτυπο θετικό στις τιμές αφού τα τρία τελευταία χρόνια η μοναδική συνέπεια είναι η διαιώνιση της ύφεσης.
Πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες για το επίπεδο τιμών στο σύνολο της ελληνικής αγοράς είναι σύμφωνα με την έρευνα, οι εξής:
1. Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%).
2. Οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες “φουσκώνουν” τις τιμές αλλά και το κόστος προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλύεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.
3. Οι ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανέμπορων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες, όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
4. Οι στρεβλώσεις σε σχετικές με το εμπόριο αγορές όπως στις μεταφορές, εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) κ.λπ., οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών π.χ. απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.
5. Οι πολεοδομικοί περιορισμοί στις προδιαγραφές κτιρίων που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων και λοιπά, γραφειοκρατικού τύπου προσκόμματα, π.χ. η δυνατότητα προμήθειας φθηνότερων μεν καυσίμων από το εξωτερικό αλλά υπό την αυστηρή προϋπόθεση της ύπαρξης δεξαμενών αποθήκευσης για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
6. Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου με διάφορες μυστικές συμφωνίες δημιουργούν τα γνωστά και άγνωστα «καρτέλ», τα οποία το υφυπουργείο Εμπορίου οφείλει να αντιμετωπίζει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού να τιμωρεί.
7. Η διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε τμήμα της εγχώριας αγοράς παρά την ύφεση. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, παρατηρείται ότι από τη σύγκριση της προαναφερθείσας μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας την διετία 2012-13, προκύπτει διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους στην οικονομία συνολικά.
8. Η μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου, με επιβάρυνση στην τελική τιμή σε σειρά προϊόντων, όπου τα καύσιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη έχουν αυξήσει το κατά μονάδα κόστος καθώς έχουν εκτινάξει και το κόστος των μεταφορών.
9. Η πεπατημένη πως οι βραχυπρόθεσμες εκπτώσεις και προσφορές λειτουργούν περισσότερο ελκυστικά για τους καταναλωτές παρά οι μόνιμα χαμηλές τιμές. Επίσης, η εσφαλμένη επιλογή των ταχέως και βραδέως κινούμενων εμπορευμάτων, οδηγεί σε λάθος υπολογισμό αντικατάστασης (stock replacement) και του σωστού ποσοστού κέρδους.
10. Η πτώση του μισθολογικού κόστους αλλά και του κόστους μίσθωσης επαγγελματικής στέγης (ενοίκια) αντισταθμίστηκε πλήρως, αφενός από τους αναδρομικούς φόρους, έκτακτες εισφορές και τις αυξήσεις στους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ και αφετέρου από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
11. Η παύση των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας (country risk), υποχρεώνοντάς τις στην ουσία να επωμίζονται εξ ολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πριν την παραλαβή εμπορευμάτων.
12. Η αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις εκτός από τα συνεχή δεκαήμερα προσφορών, λαμβάνουν χώρα στο ταμείο άτυπες εκπτώσεις και «παζάρια» του υψηλού ΦΠΑ, πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση λανθασμένων στοιχείων.
13. Η προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά, θα ήταν αποτελεσματικότερη, εάν πρώτα είχαν ενταθεί οι προσπάθειες στην κατεύθυνση του περιορισμού εκείνων των παραγόντων που διαμορφώνουν τις τελικές τιμές π.χ. ΕΕΤΗΔΕ, υπερφορολόγηση ιδιοχρησιμοποιούμενων επαγγελματικών ακινήτων και βεβαίως του πολυλογαριασμού της ΔΕΗ.
Πρώτα συμπεράσματα της διαμόρφωσης των τιμών στις επιχειρήσεις ένδυσης/υπόδησης με τζίρο κάτω των 200.000 ευρώ
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει μεγάλη υποχώρηση των τιμών στον τομέα ένδυσης και υπόδησης στα καταστήματα μικρού μεγέθους, μίας τάσης η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η διαμόρφωση της τιμής κατόπιν σχετικής διαπραγμάτευσης. Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας της ΕΣΕΕ στον τομέα της ένδυσης και υπόδησης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
– Οι τιμές σε προϊόντα ένδυσης και υπόδησης το 2012 έχουν υποχωρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό σε σχέση με το 2011 (-21,3%).
– Η τελική τιμή πώλησης του αγαθού διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από την αναγραφόμενη τιμή αφού ο καταναλωτής δεν αγοράζει πλέον εάν δεν επιτύχει πρώτα περαιτέρω μείωση στην τιμή (τιμή ταμείου κατόπιν διαπραγμάτευσης). Η σύγκριση μεταξύ της τιμής ταμείου (αναγραφόμενης) του 2012 και του 2011 αναδεικνύει την μεγάλη πτώση των τιμών.
– Σε σχέση με το 2011 η διαπραγμάτευση (το παζάρι) της τιμής έχει λάβει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα, ακόμα και σε προϊόντα με εξαιρετικά χαμηλές τιμές. (π.χ. αξίας 3 ευρώ). Μάλιστα ακόμη και στη νέα χαμηλότερη τιμή που πετυχαίνουν οι καταναλωτές κατόπιν διαπραγμάτευσης (παζάρι) ζητούν απόδειξη.
– Η επιβολή μιας σειράς νέων φόρων στις επιχειρήσεις επιδείνωσε σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματά τους. Παρά την πίεση όμως, οι επιχειρήσεις προσπάθησαν όχι μόνο να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών αλλά και να τις ελαττώσουν, ώστε να διατηρήσουν, μέρος έστω, του κύκλου εργασιών τους.
– Στις περισσότερες περιπτώσεις οι έμποροι προχωρούν σε ειδικές προσφορές με πολύ χαμηλές τιμές, οι οποίες όσο περνάει ο καιρός και βαθαίνει η κρίση, τείνουν να γίνουν μόνιμος τρόπος προσέλκυσης πελατών.
– Η σωρευτική συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων για την περίοδο 2010 –2012, κυμαίνεται μεταξύ 40%-60%, σύμφωνα με δηλώσεις των επιχειρηματιών, με κυριότερη αιτία της εν λόγω τάσης, την μείωση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος των καταναλωτών, μία παράμετρος η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την περικοπή των εορταστικών δώρων στον δημόσιο τομέα. Δευτερευούσης σημασίας, αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες για την κατακόρυφη πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων αποτελούν η αβεβαιότητα αναφορικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, καθώς επίσης η έλλειψη ρευστότητας και η διακοπή πίστωσης από τους προμηθευτές, οι οποίοι πλέον επιθυμούν την εκ των προτέρων και εις ολόκληρον πληρωμή του εμπορεύματος.
– Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, όχι μόνο έχουν απορροφήσει τον ΦΠΑ αλλά παράλληλα έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδος τους, προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές, να συγκρατήσουν την πτώση του κύκλου εργασιών τους και τελικά να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, την στιγμή που το κόστος κτήσης-προμήθειας των προϊόντων τους παραμένει σταθερά υψηλό.
– Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση του κατά πόσον είναι σε θέση τελικά οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις να επιτύχουν χαμηλό κόστος προμήθειας των προϊόντων τους (χονδρικές τιμές), ώστε με τη σειρά τους να έχουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης χαμηλότερων τιμών στον τελικό καταναλωτή (λιανικές τιμές).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σε κατάσταση αποπληθωρισμού η Ελλάδα μετά από 45 χρόνια!
Θεσσαλονίκη: Ξεκίνησε η ”μάχη” του οβελία – ”Δεν πουλάμε κάτω από 6€/κιλό” λένε οι κτηνοτρόφοι!
Κρίση, ξε-κρίση, τα τρόφιμα παραμένουν πολύ ακριβά!
Παρά την κρίση η Ελλάδα παραμένει από τις ακριβότερες χώρες στα προϊόντα