Σημειώνεται ότι δαπάνες για τόκους θα είναι 5,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 3% του ΑΕΠ, όταν το 2012 ήταν 6,3% του ΑΕΠ, περίπου 12 δισ. ευρώ.
Για να έχουμε μία εικόνα των τεράστιων προβλημάτων θα αναφέρουμε ότι οι αξεπέραστες δυσκολίες εμφανίζονται μετά το 2020 όταν σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για τόκους και χρεολύσια θα απαιτηθούν το 2021 ποσά 18,1 δισ. ευρώ (10,95 και 7,17 αντίστοιχα), το 2022 ανέρχονται σε σε 33,3 δισ. ευρώ (24,49 και 8,87), το 2023 σε 28,7 δισ. ευρώ (17,55 και 11,9) και το 2024 σε 24,5 δισ. (13,64 και 11,19).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Και οι παρεμβάσεις για επιμήκυνση στοχεύουν ακριβώς στην εξομάλυνση των υποχρεώσεων στα τέσσερα αυτά χρόνια και αυτό σύμφωνα με τον προϋπολογισμό θα επιτευχθεί με:
– Την εξομάλυνση των λήξεων των δανείων που έχει χορηγήσει στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), το πρώτο δηλαδή ταμείο που δημιουργήθηκε.
– Την πλήρη κατάργηση από το 2018 του «πέναλτι» 2% στο επιτόκιο που επιβλήθηκε στο δάνειο που έλαβε η Ελλάδα για την επαναγορά χρέους το 2012.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
– Τη χρησιμοποίηση των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομόλογα «ANFA» και «SMP» από την ΕΚΤ και τις άλλες κεντρικές τράπεζες για τη μείωση των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
– Τη μερική αποπληρωμή δανείων του EFSF με άλλα δάνεια από τον ESM ώστε να μετατεθεί χρονικά η εξόφλησή τους ακόμα και ως 32 επιπλέον χρόνια.
– Την αλλαγή των χρόνων που λήγουν δάνεια του EFSF ώστε να επιμηκυνθεί η διάρκεια, να αναβληθεί η καταβολή τόκων και να σταθεροποιηθούν τα επιτόκια.