Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να συμβάλλει και στην περαιτέρω αύξηση της χρήσης του πλαστικού χρήματος στην Ελλάδα και κατά συνέπεια στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Από την προαναφερόμενη ημερομηνία τίθενται σε εφαρμογή -σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 2015/751 της Ε.Ε. που ορίζουν ανώτατα όρια στις διατραπεζικές προμήθειες επί των συναλλαγών που διενεργούνται με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες.
Βάσει των άρθρων αυτών οι συναλλαγές με χρεωστική κάρτα θα επιβαρύνονται με προμήθεια κατ’ ανώτατο 0,2% και με πιστωτική κάρτα κατ’ ανώτατο με 0,3%. Τα παραπάνω όρια θα ισχύσουν για τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής, όπως η Visa και η MasterCard, που κατέχουν και το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Για τη χρήση χρεωστικών καρτών παρέχονται και εναλλακτικές λύσεις που είναι είτε η προμήθεια 0,05 ευρώ ανά συναλλαγή ή, υπό προϋποθέσεις, ετήσιο επιτόκιο έως 0,2% επί του όγκου των συναλλαγών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η επιβολή ανώτατου ποσοστού επί των διατραπεζικών προμηθειών, αναφέρει η naftemporiki.gr, θα σημάνει αυτόματα τη μείωση του κόστους με το οποίο σήμερα επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις για τη χρήση των χρεωστικών και πιστωτικών καρτών. Από κοινές παραδοχές όσον αφορά τα ποσοστά των διατραπεζικών προμηθειών που χρεώνουν «οι πάροχοι πληρωμής» -είτε είναι οι τράπεζες ως αποδέκτες καρτών είτε είναι οι εκδότες καρτών, όπως η Visa και η Mastercard, είτε και τα δύο μαζί- προκύπτει ότι το κόστος αυτό ανέρχεται στο 0,9% επί του ύψους της συναλλαγής.
Πάλι με βάση τις ίδιες παραδοχές ότι το κόστος που καταβάλλει μία επιχείρηση στο τραπεζικό σύστημα (στον εκδότη της κάρτας και τον αποδέκτη της κάρτας) φθάνει έως και το 2,3% (με το μέσο κόστος να διαμορφώνεται στο 1,8%), τότε εύλογα η αγορά αναμένει μία σημαντική μείωση του ποσοστού με το οποίο επιβαρύνεται σήμερα για τη χρήση του πλαστικού χρήματος.
Ουσιαστικά, αν το προαναφερθέν κόστος του 0,9% που αφορά τις διατραπεζικές προμήθειες περιοριστεί για τις χρεωστικές κάρτες στο 0,2% και στις πιστωτικές στο 0,3%, τότε το συνολικό κόστος που σήμερα φθάνει και στο 2,3% (με το μέσο κόστος να διαμορφώνεται στο 1,8%) θα πρέπει να μειωθεί κατά τουλάχιστον 0,7 μονάδα και να περιοριστεί στο 1,6% για τις χρεωστικές και κατά τουλάχιστον 0,6 μονάδα και να περιοριστεί στο 1,7% για τις πιστωτικές κάρτες.