Την ενίσχυση του εθνικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για την υλοποίηση υφιστάμενων και νέων έργων καθώς και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης επεξεργάζονται στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών.
Μάλιστα, προς την κατεύθυνση αυτή, όπως σχεδιάζει ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρ. Σταϊκούρας, προγραμματίζεται η αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από τα 320 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα σε πάνω από 500 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που εκτιμάται ως ένα από τα «κλειδιά που θα ξεκλειδώσουν την πόρτα» για την επίτευξη του παραπάνω στόχου.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του κ. Σταϊκούρα, ο τομέας των Υποδομών και των Μεταφορών για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική κρίση, έχει τεθεί ως κορυφαία προτεραιότητα από την κυβέρνηση.
Έτσι, το εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων φθάνει πλέον στα 500 εκατομμύρια, προκειμένου να προωθηθούν υφιστάμενα έργα του ιδιωτικού τομέα, αλλά και για την κατασκευή νέων, πέρα από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.
«Με την καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, το εθνικό πρόγραμμα αυξάνεται σημαντικά και αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να εκτελέσουμε τα υφιστάμενα έργα και να σχεδιάσουμε καινούρια. Αυτό προκύπτει από τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε πρόσφατα ο κ. Σταϊκούρας μιλώντας σε συνέδριο.
Για να συμπληρώσει: «εξαντλούμε εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για να είμαστε συνεπείς, απαιτούνται συνολικά περί τα 3,5 δισεκατομμύρια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης, στην κεντρική Ελλάδα, εξαιτίας των πρόσφατων καταστροφών.
Πάντως, από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών αναγνωρίζουν και το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις των πληρωμών του Δημοσίου προς τις κατασκευαστικές εταιρείες που επανέρχεται διαχρονικά και προκαλεί τριβές. «Αυτό σημαίνει πληρέστερη εκτέλεση των υφιστάμενων έργων, καλύτερος προγραμματισμός και ότι θα είμαστε πιο συνεπείς απέναντι στον ιδιωτικό τομέα», σημείωσε πρόσφατα ο υπουργός κ. Χρήστος Σταϊκούρας, δείχνοντας και προς την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης αποτελεί έναν «δύσκολο γρίφο» που μάλιστα χρειάζεται… μεγάλες χρηματοδοτήσεις. Όπως πρόσφατα ανέφερε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γ. Στασινός, μόνο το ετήσιο κόστος για τη διάβρωση των ακτών της χώρας μας, ανέρχεται στο ποσό των 2,6 δισ. ευρώ, που βαραίνει την ελληνική οικονομία!
Μάλιστα, το ΤΕΕ αναλαμβάνει πρωτοβουλία να καταρτίσει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο και τις τεχνικές λύσεις για προστασία από τη διάβρωση των ελληνικών ακτών. Προφανώς, αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Η εμπειρία των τελευταίων ετών με τις καταστροφικές ζημίες από τις κακοκαιρίες στην Κεντρική Ελλάδα και σε άλλες περιοχές ή τα μεγάλα προβλήματα σε γερασμένες υποδομές (γέφυρες, σιδηρόδρομο, δρόμους κ.α.) καταδεικνύουν την ανάγκη για στροφή σε πιο βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές.
Μόνο για τα έργα αποκατάστασης στη Θεσσαλία χρειάζονται 1,5 δισ. ευρώ, για οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές. Συνολικά, απαιτούνται πάνω από 3,5 δισ. ευρώ παρεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή και μόνο.
Αυτά και μόνο τα νούμερα δείχνουν το μέγεθος του «χρηματοδοτικού κενού» που προβληματίζει το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, το οποίο αναζητάει πόρους για την υλοποίηση υφιστάμενων και νέων έργων αλλά και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, με όρους ανθεκτικότητας, καθώς η κλιματική κρίση αλλάζει τα δεδομένα.
Έτσι, από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών καταρτίζεται πλάνο αναγκαίων υποδομών αλλά και πηγών χρηματοδότησής τους για τα επόμενα χρόνια, αναζητώντας πόρους από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), άλλα κοινοτικά κονδύλια – «πακέτα» (π.χ. για τον σιδηρόδρομο) όπως και τον ιδιωτικό τομέα, με στόχο να διευρυνθεί το μείγμα των επενδύσεων σε έργα υποδομών και με ιδιωτικά κεφάλαια.
Αναμφίβολα το «στοίχημα» είναι μεγάλο και δύσκολο, ωστόσο, και οι ανάγκες είναι μεγάλες, ενώ η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών σε κάθε ευκαιρία διαμηνύει ότι δεν υπάρχουν απεριόριστοι πόροι, γι’ αυτό και γίνεται προτεραιοποίηση των έργων.