Γιατί όταν κάποιος εκτιμά ότι η χώρα δεν μπορεί να σηκώσει –και όντως δεν μπορεί- δύο κρίσεις ταυτοχρόνως εννοώντας την αξιολόγηση και το προσφυγικό, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να συνδέει στενά τα δύο θέματα.
Όταν η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας καθιστά βαρύτερο το κλίμα, φτωχοποιεί περισσότερο τους Ελληνες και όταν το προσφυγικό επιδρά στον τουρισμό ορισμένων περιοχών, βαρύνει ακόμα περισσότερο το γενικότερο κλίμα στη χώρα εντός και για τη χώρα εκτός, όταν η δυσκολία διαχείρισης προσθέτει αβεβαιότητα και αστάθεια στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα δεν συνδέονται στενά τα δύο θέματα; Οποιος ισχυριστεί το αντίθετο είναι αιθεροβάμων, τυφλός λόγω ιδεοληπτικών εμμονών, ή απλά ψεύτης και πολιτικάντης του χειρίστου είδους.
Αν για λόγους τακτικής στις διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να συνδέσουμε το προσφυγικό με την αξιολόγηση, αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες και τις ισορροπίες που δημιουργούνται στα διάφορα κοινοτικά όργανα, στις συνόδους κορυφής και στα διάφορα διεθνή φόρα.
Αν οι ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι τέτοιες που η κατάσταση επιτρέπει ή αν θέλετε επιβάλλει τη σύνδεση των δύο ζητημάτων, δεν γίνεται να ενεργήσουμε διαφορετικά γιατί θα παραμερίσουμε το ρεαλισμό στο όνομα θολών νεφελωδών επιλογών, όπως στο εξάμηνο της υπουργίας Βαρουφάκη που κόντεψε να στείλει τη χώρα στα βράχια.
Όταν η σύνδεση των δύο κρίσεων αφοπλίζει το ΔΝΤ, που συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή στην παρούσα συγκυρία για την οικονομία και το μέλλον της χώρας με τις παράλογες ως εγκληματικές (ναι, τολμώ να χρησιμοποιήσω αυτό το χαρακτηρισμό) απαιτήσεις του, δεν γίνεται κατανοητό γιατί η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα θα πρέπει να απεμπολήσει ένα τέτοιο όπλο.
Όμως, όλα αυτά με μία προϋπόθεση. Η σύνδεση των δύο θεμάτων δεν θα γίνει με την πονηρή σκέψη να μην προωθηθούν μεταρρυθμίσεις που είχε και έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα. Και όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις, μιλάμε για παράδειγμα για τη ριζική πάταξη της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στο Δημόσιο, τη δημιουργία αποδοτικού και φιλικού προς τον πολίτη και τις επιχειρήσεις κράτους, την αλλαγή εκ βάθρων του φορολογικού ώστε να υπηρετεί την ανάπτυξη της χώρα και τη φορολογική δικαιοσύνη, τη δημιουργία συνθηκών και περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων, την προώθηση μέτρων και δομών για την προστασία των πλέον αδύναμων πολιτών.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Γιατί αν κινούμαστε με τις ιδεοληψίες και τα ιδεολογικά φαντάσματα του παρελθόντος, τότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζημιώσουμε ακόμα περισσότερο τη χώρα.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει αναγκαστικά εγκατάλειψη θεμελιωδών αξιακών επιλογών. Μπορεί να σημαίνει απλά ένα νέο δρόμο, μία νέα τακτική για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων, να σημαίνει τη δημιουργία προοπτικών και ισορροπιών που θα επιτρέψουν την οικοδόμηση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας.
Γιατί να το πούμε απλά. Αν δεν καταφέρουμε να βγούμε από την οικονομική κρίση και να μπούμε στον ενάρετο δρόμο της σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης, θα πρέπει να αποχαιρετίσουμε τις όποιες ελπίδες για καλύτερη και σύγχρονη χώρα, για καλύτερη ζωή. Και κυρίως γιατί τότε θα ανοίξει διάπλατη η πύλη για το έρεβος και την κόλαση.