Μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει, ότι η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα, ωστόσο αυτό που δείχνουν τα στοιχεία είναι ότι οι Έλληνες το 2017 έγιναν πιο φτωχοί.
Τα εισοδήματα που δηλώθηκαν το περασμένο έτος ήταν χαμηλότερα σε σχέση με αυτά του 2016 ή αυξήθηκε ακόμη περισσότερο η φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού η υστέρηση είναι της τάξεως των 200 εκατ. περίπου και αυτό δεν είναι απόρροια του ότι κάποιοι ενώ έπρεπε να πληρώσουν δεν πλήρωσαν, αλλά διότι δήλωσαν μικρότερα έσοδα. Αυτά βέβαια έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την εικόνα που δίνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή που είδε ανάπτυξη 1,4% για πέρυσι.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το υπουργείο Οικονομικών αναζητεί πάνω από 14 δις μέσα στους επόμενους μήνες προκειμένου να πετύχει τους στόχους που έχει θέσει,, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο υπό τις συνθήκες που τείνει να δημιουργηθούν.
Έρευνα της ΓΣΕΕ μάλιστα έρχεται να επιβεβαιώσει την εικόνα για τα εισοδήματα των Ελλήνων. Πάνω από το 70% των εργαζομένων λαμβάνει μισθούς κάτω από τα 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.
Τα κυριότερα σημεία της έρευνας:
Η ελληνική οικονομία φαίνεται να έχει εξέλθει από τη φάση στασιμότητας στην οποία βρισκόταν τα τελευταία τέσσερα έτη με τον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ να είναι πλέον σταθερά θετικός. Ωστόσο, εξακολουθούν να απουσιάζουν οι ενδογενείς μηχανισμοί δημιουργίας εισοδημάτων και ροών ρευστότητας που θα έκαναν τη θετική δυναμική διατηρήσιμη. Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση ότι, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032.
Αναφορικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, είναι αξιοσημείωτο πως, παρά το γεγονός ότι για τρίτο συνεχόμενο έτος το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι πλεονασματικό, δεν έχει ανακτηθεί σε διατηρήσιμη βάση η πιστοληπτική αξιοπιστία και φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει τη μη βιωσιμότητα των πλεονασμάτων, που είναι αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας.
Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης, αν και μειωμένες συγκριτικά με πέρυσι, εξακολουθούν να είναι υψηλές και να στερούν ρευστότητα από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, η συσσώρευση υποχρεώσεων των φορέων της ιδιωτικής οικονομίας προς το Δημόσιο συνεχίζεται, περιορίζοντας τις ταμειακές εισροές της Γενικής Κυβέρνησης.
Ενδεικτικό της εύθραυστης χρηματοοικονομικής δομής της οικονομίας είναι η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων κατά 2,6% το α΄ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2017 και η αύξηση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων κατά 2,9% το ίδιο διάστημα. Συμβολή σε αυτό είχε βέβαια και η απομόχλευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022.
*Όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, παρατηρούνται σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης. Ειδικότερα, κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 19%. Ο ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020.
*Όσον αφορά τις μισθολογικές εξελίξεις, παρατηρούμε ότι η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων κατά την περίοδο 2010-2018, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας και τη μερική ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων, φτάνει στο 20%. Την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6% αποτυπώνοντας έτσι και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας.
Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ. Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).
Αναφορικά με την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά ομάδα επαγγέλματος για την ίδια περίοδο, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες, με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο (726 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).
Του Θανάση Παπαδή