Απαντώντας στηνερώτηση για το πώς βλέπει τις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ο Ρέγκλινγκ σημείωσε κατ’ αρχήν ότι οι τράπεζες δεν ήταν η αιτία της κρίσης στην Ελλάδα. «Οι τράπεζες δεν ήταν η πηγή της ελληνικής κρίσης, τα προβλήματα δημιουργήθηκαν ξεκάθαρα από το χρέος και την απώλεια ανταγωνιστικότητας», είπε, προσθέτοντας: «Οι τράπεζες, όμως, υπέφεραν, καθώς επιδεινώθηκε το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους και υπέφεραν από την αναδιάρθρωση των ομολόγων που κατείχαν οι ιδιώτες (το γνωστό ως PSI). Επομένως, η αιτιώδης σχέση ήταν στην πραγματικότητα από το κράτος προς τις τράπεζες, όχι αντίστροφα, όπως είδαμε σε άλλες χώρες».
Ο Ρέγκλινγκ τόνισε ιδιαίτερα τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και την επένδυση ιδιωτικών κεφαλαίων σε αυτές. «Χρειάσθηκαν ανακεφαλαιοποιήσεις και ένα μεγάλο μέρος των δανείων του ΕΜΣ που δόθηκαν στο κράτος προορίζονταν για τον σκοπό αυτό. Οι τράπεζες, όμως, βρήκαν και ιδιώτες επενδυτές, το οποίο βέβαια είναι καλό σημάδι και το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μεταρρυθμίσθηκε και έχει τώρα ένα ισχυρότερο σύστημα διακυβέρνησης», σημείωσε.
«Όταν εγκρίθηκαν έως 86 δισ. ευρώ για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, η υπόθεση ήταν ότι οι τράπεζες θα χρειάζονταν 25 δισ. ευρώ, αλλά μετά από τον έλεγχο της ποιότητας του ενεργητικού τους από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) διαπιστώθηκε ότι χρειάζονταν μόνο 5,5 δισ. ευρώ. Όλα αυτά δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν προχωρήσει πολύ και, ενώ είναι πιθανόν να υπάρχουν εσωτερικά προβλήματα σχετικά με τη διακυβέρνηση και τα επιχειρηματικά μοντέλα, δεν αποτελούν μείζον ζήτημα για την Ελλάδα», ανέφερε ο Ρέγκλινγκ.
Ο επικεφαλής του ΕΜΣ επανέλαβε την πεποίθησή του ότι η Ελλάδα μπορεί να ανακτήσει την πρόσβασή της στις αγορές πριν από το τέλος του προγράμματος το 2018. Στην ερώτηση πού βασίζει την πεποίθησή του αυτή, ο Ρέγκλινγκ είπε ότι η Ελλάδα είχε εκδώσει ομόλογα δύο φορές το 2014, όταν είχαν φανεί οι πρώτες ενδείξεις επιτυχίας στο μέσο του δεύτερου προγράμματος. Είδαμε, είπε, την αρχή μίας ιστορίας επιτυχίας το 2014 και σήμερα συνεχίζω να είμαι πεπεισμένος ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις της, θα μπορέσει να τελειώσει το πρόγραμμα το επόμενο έτος και να ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές πριν από το τέλος του προγράμματος.