Ταυτόχρονα έχουν να διαχειριστούν σωρεία κόκκινων δανείων. Επί χρόνια η πολιτική που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις, κυρίως η παρούσα, αλλά και οι προηγούμενες ήταν να μην μπαίνει το μαχαίρι στο κόκκαλο και να μην γίνονται πλειστηριασμοί. Εσχάτως έχουν ξεκινήσει και γίνονται, ωστόσο είναι τόσο μεγάλος ο όγκος που δυστυχώς τα αποτελέσματα που θέλουν οι τράπεζες και οι εποπτικοί οργανισμοί δεν είναι τα επιθυμητά.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει φέρει στο τραπέζι εδώ και μερικές εβδομάδες, ένα σχέδιο που σύμφωνα με τον ίδιο θα φέρει αποτέλεσμα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που το επικρότησαν και άλλοι τόσοι οι οποίοι το θεωρούν ανεφάρμοστο.
Όπως και να έχει είναι μία φιλόδοξη προσπάθεια και ίσως η μοναδική προς συζήτηση που πιθανό να δίνει μία λύση στις τράπεζες. Απαιτείται χρόνος, όπως παραδέχονται όλοι. Το θέμα θα το εξετάσει και η ΕΚΤ και ανάλογα θα πράξουν.
Το άλλο σενάριο που υπάρχει στο τραπέζι είναι απευκταίο, μία νέα ανακεφαλαιοποίηση. Η ΤτΕ, οι τράπεζες και η κυβέρνηση, ούτε καν θέλουν να ακούσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού πολύ καλά γνωρίζουν, θα αποτελέσματα που θα φέρει μόνο καλά δεν θα είναι για την ελληνική οικονομία.
Όπως λένε κάποιοι που γνωρίζουν άριστα στην αγορά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι ολέθριο και δεν θα μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Το σχέδιο Στουρνάρα, είναι φιλόδοξο και αρκετά έξυπνο, ωστόσο υπάρχουν πολλά σημεία που είναι αδιευκρίνιστα και το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται όσο θα περνάει ο καιρός.
Ας δούμε τι λέει σε γενικές γραμμές.
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των κόκκινων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς.
Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).
Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization) όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.
Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine).
Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine).
Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες. Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ.). Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν μετά από ανταγωνιστική διαδικασία και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμφωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας.
Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.
Ενδεικτικά, η ΤτΕ αναφέρει το εξής παράδειγμα, ώστε να εκτιμηθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη μεταβίβαση περίπου 40 δισ. ευρώ ΜΕΑ, ήτοι του συνόλου των καταγγελμένων δανείων (denounced) και 7,4 δισ. ευρώ της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης.
Ειδικότερα προβλέπονται (με στοιχεία α΄ εξαμήνου 2018):
• Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.
• Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) στο 41% από 49%.
• Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρία Ειδικού Σκοπού μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.
• Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν λάβει υπόψη ωφέλειες από την ενίσχυση των προ-φόρων αποτελεσμάτων και την ενδεχόμενη μεταβολή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου (risk weights για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας) μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
• Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% από 57%.
Τα οφέλη της πρότασης
Η ΤτΕ αναφέρει πως η δημιουργία ιδιωτικών σχημάτων διαχείρισης μπορεί να διευκολύνει την αποτελεσματική εξυγίανση ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Παράλληλα είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης κοινοπρακτικών σχημάτων. Τέλος, επιτρέπει στις τράπεζες να επικεντρωθούν σε κύριες τραπεζικές εργασίες, καθώς και στη διαχείριση του μέρους των ΜΕΑ, που πραγματικά αξιολογούν ότι έχουν προστιθέμενη αξία και καλύτερη ανακτησιμότητα.
Σημειώνεται ότι μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος των “κόκκινων δανείων” στην ευρωζώνη, το εποπτικό κόστος διακράτησής τους στον ισολογισμό θα αυξηθεί για τις τράπεζες, όπως προκύπτει και από τη σχετική ανακοίνωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Κατά συνέπεια διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες από οργανωμένες αγορές με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση:
• Βελτίωση ποιότητας περιουσιακών στοιχείων εκ των προτέρων (σε αντίθεση με την επί του παρόντος προσδοκώμενη μείωση των ΜΕΑ στην επόμενη δεκαετία).
• Βελτίωση οργανικής κερδοφορίας σε διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμη βάση.
• Μείωση συμμετοχής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια τους με σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα σταδιακού συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη.
Πέραν όμως των παραγόντων αυτών, μία συστημική διευθέτηση του ζητήματος των “κόκκινων δανείων” απελευθερώνει ουσιαστικά χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας. Αυτός και μόνο ο παράγοντας είναι ικανός να αιτιολογήσει την υπέρβαση και τις δραστικές λύσεις που απαιτούνται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την επιτάχυνση της επίλυσης των ζητημάτων αυτών.
Του Θανάση Παπαδή