Τα προμηνύματα από το «γήπεδο» της ΕΚΤ για τα επιτόκια δείχνουν ότι μέσα στο 2024 θα αρχίσει η κάθοδος των επιτοκίων, ύστερα από ένα ανοδικό σερί που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2022 και έφερε το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 4% από -0,50%.
Χθες η ΕΚΤ, αποφάσισε για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, καθώς ο πληθωρισμός δείχνει να υποχωρεί αξιοσημείωτα.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ άφησε το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων αμετάβλητα στο 4,50%, 4,75% και 4% αντιστοίχως.
Και όπως ανέφερε το ανακοινωθέν της ΕΚΤ, το ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή σε αυτόν το στόχο.
Παρά την στάση αναμονής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιθανότητες νέων αυξήσεων των επιτοκίων είναι απειροελάχιστες, ενώ οι αγορές και οι αναλυτές αναμένουν μείωσή τους από τα μέσα του 2024.
Η προοπτική αυτή έχει ήδη ανάψει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών προκειμένου να διεκδικήσει η μία από την άλλη, δανειολήπτες και καταθέτες.
Ο ανταγωνισμός έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά «μάχης» στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων, όπου τα spreads για νέα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο έχουν πέσει κάτω από 2,5% πλέον του Euribor και κινούνται στο 2% ή και 1,5%.
Τα επιτόκια σε νέα δάνεια για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις διαμορφώνονται πλέον στο 5,50% – 6%, ενώ στις μικρές επιχειρήσεις τα επιτοκιακά περιθώρια πάνω από το Euribor (σχεδόν στο 4%) κινούνται γύρω στο 5,5% και για πολύ καλές εταιρείες και για επενδυτικούς σκοπούς πέφτουν στο 3%.
Ο ανταγωνισμός υπάρχει και στις καταθέσεις και προέρχεται έντονος από τις αποδόσεις των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου. Η τελευταία έκδοση στις 6 Δεκεμβρίου έδωσε απόδοση 3,75% για τοποθέτηση διάρκειας έτους, τη στιγμή που στις καταθέσεις προθεσμίας οι αποδόσεις για ποσά τουλάχιστον άνω των 100 ή 200 χιλιάδων κινούνται μια μονάδα χαμηλότερα ίσως και περισσότερο. Σημειώνεται ότι για ποσά καταθέσεων της τάξεως των 30.000 – 50.000 ευρώ (πρόκειται για ποσά στα οποία προσφέρονται ανταγωνιστικά επιτόκια) τα επιτόκια για καταθέσεις προθεσμίας μπορούν να φτάσουν και στο 2,10% – 2,20%.
Υψηλότερες αποδόσεις, στο 2,80% – 3% μπορεί να λάβει κάποιος, επενδύοντας σε προϊόντα που συνδυάζουν προθεσμιακή κατάθεση και επενδυτικό προϊόν (αμοιβαία κεφάλαια).
Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον μήνα Οκτώβριο, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων αυξήθηκε κατά 3 μονάδες βάσης από τον Σεπτέμβριο, και διαμορφώθηκε στο 0,46%.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,03% και από επιχειρήσεις σχεδόν αμετάβλητο, στο 0,18%.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 4 μ.β., στο 1,77%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 21 μ.β., στο 3,06%.
Στα δάνεια, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 6,17%.
Μόνο επιτόκιο που μειώθηκε (-11 μ.β.) ήταν το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο, που διαμορφώθηκε στο 5,93%.
Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, ανοικτά δάνεια και υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) αυξήθηκε κατά 11 μ.β. στο 14,90%.
Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 40 μ.β., στο 12,59%. Το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 68 μ.β., στο 5,10%. Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια αυξήθηκε κατά 13 μ.β., στο 6,89%.