Αυτές τις μέρες ένα περίεργο «παιχνίδι» βρίσκεται σε εξέλιξη στην ευρωζώνη. Ο ιταλικός τραπεζικός κολοσσός UniCredit επιχειρεί να αγοράσει την δεύτερη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, την οποία πουλάει το γερμανικό δημόσιο. Όταν τα πρώτα βήματα αυτής της εξαγοράς έγιναν κατά τα νόμιμα με το πρώτο placement της Commerzbank – καλή ώρα όπως θα γίνει και με την Εθνική σε λίγο – στο Βερολίνο ξεσηκώθηκαν για να την σταματήσουν.
Ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν, μετά από μία τέτοια αντίδραση από το Βερολίνο, η σχετική διαδικασία φυσιολογικά θα είχε σταματήσει και η Unicredit θα είχε υιοθετήσει μία στάση παθητικής αναμονής ή και αναδίπλωσης.
Όμως τώρα δεν συμβαίνει αυτό.
Η Unicredit (ή κατά το ιταλικότερο Unicredito) όχι μόνο έχει φροντίσει να αυξήσει την συμμετοχή της σε 21% (από το 5% που αγόρασε αρχικά από το γερμανικό δημόσιο), αλλά ανακοίνωσε ότι προτίθεται να ζητήσει από την ΕΚΤ την άδεια για να φτάσει το ποσοστό της στο 29%. Και να αποκτήσει έτσι δικαίωμα πλήρους εξαγοράς της Commerzbank.
H αντίδραση από την κυβέρνηση Σολτς ήταν άμεση. Πρόκειται για «εχθρική ενέργεια» δήλωσαν από το Βερολίνο και ενεργοποίησαν κάθε μηχανισμό που διαθέτουν για να το εμποδίσουν.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον, όπου δηλωμένα από την ΕΚΤ και την Κομισιόν, ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο πρόβλημα και ζητούμενο για την κεφαλαιακή επάρκεια της Ευρωζώνης, είναι η ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης και της δημιουργίας ενιαίας ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς.
Η διασυνοριακή ενοποίηση της Unicredit με την Commerzbank, με αυτή την λογική θα έπρεπε να ήταν δηλαδή μία πράξη πραγματικής θετικής απάντησης σ’ αυτό το ζητούμενο και σημαντικό βήμα υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αντί γι’ αυτό έχουμε μια κατάσταση όπου η αρχικές αντιρρήσεις, απέναντι στο βήμα αυτό, περνάνε σε ένα υψηλότερο επίπεδο «εχθρικής αντιπαράθεσης», αναδεικνύοντας τον οικονομικό εθνικισμό μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας σαν ανοικτό μέτωπο αντιπαράθεσης.
Και μάλιστα ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη σε ισχύ οικονομίες της Ευρωζώνης.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι δύο αυτές οικονομίες στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, τόσο στην αυτοκινητοβιομηχανία όσο και στην μεταποίηση τροφίμων αλλά και στην βιομηχανία χημικών προϊόντων είναι από τις περισσότερο διασυνδεδεμένες μεταξύ τους στην ενιαία εσωτερική αγορά της Ευρωζώνης.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είναι απολύτως εξαρτημένη από την παραγωγή εξαρτημάτων γι’ αυτήν στην Ιταλία. Με άλλα λόγια ο οικονομικός εθνικισμός και με καθαρό τρόπο προστατευτισμός, αναδεικνύεται σαν σημείο ρήξης ανάμεσα στις δύο πλέον συνδεδεμένες οικονομίες της ευρωζώνης στην καρδιά της Ευρώπης.
Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό ίσως είναι ότι στο σύστημα στήριξης του χρέους την προηγούμενη δεκαετία από την ΕΚΤ μέσω των αγορών κρατικών ομολόγων από τις εθνικές κρατικές τράπεζες, η Bundesbank σήμερα εξακολουθεί να είναι «φορτωμένη» με την εγγύηση βέβαια της ΕΚΤ με ιταλικό κρατικό χρέος (ομόλογα) πολλών δεκάδων δις ευρώ…
Αν τοποθετήσει κανείς αυτές τις εξελίξεις στο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η Έκθεση Ντράγκι για την επιβίωση της Ευρωζώνης από τον κίνδυνο τής «αργής αγωνίας» (κάτι σαν τον «αργό θάνατο» στα καθ’ ημάς) και τις σχετικές προειδοποιήσεις, γίνεται φανερό ότι οι εσωτερικές φυγόκεντρες δυνάμεις στην ευρωζώνη, που έχουν πυροδοτηθεί από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και τις κυρώσεις προς την Ρωσία, έχουν αρχίσει να δυναμώνουν επικίνδυνα.
Και δεν έχουμε ακόμα σαφή εικόνα που μπορούν να οδηγήσουν. Αυτή η καινούργια πραγματικότητα έχει αρχίσει ήδη να αποτυπώνεται στην διολίσθηση της πραγματικής αξίας του ευρώ, έτσι όπως καταγράφεται στην σχέση του με το ευρώ. Ένα παράδειγμα;
Στα τέλη του 2020 η Τράπεζα Ελλάδος «πουλούσε» την χρυσή λίρα Αγγλίας (παλαιάς κοπής) 422 ευρώ.
Στα τέλη του 2021 η τιμή της χρυσής λίρας από την ΤτΕ είχε ανέβει στα 440 ευρώ.
Στα τέλη του 2022 η τιμή της χρυσής λίρας από την ΤτΕ ήταν 467 ευρώ.
Στα τέλη του 2023 – δηλαδή πριν από εννέα μήνες – είχε ανέβει στα 512 ευρώ.
Πόσο είναι σήμερα το πρωί; Μισό λεπτό να δω και να σας πω.
Είναι 644 ευρώ! Ακριβώς 50% ακριβότερη μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια. Μια ανοδική τάση σταθερή και ολοένα και ταχύτερα αυξανόμενη.