Πτυχιούχος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (BSc in Economics) και κάτοχος MBA από το Πανεπιστήμιο Aston της Μεγάλης Βρετανίας, ο Χρήστος Μεγάλου σταδιοδρομεί στο διεθνή και εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα τα τελευταία 31 χρόνια – το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έχει εργασθεί σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με έδρα το Λονδίνο.
Ο Χρήστος Μεγάλου διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, μία από τις τέσσερις καλούμενες συστημικές τράπεζες, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για το τραπεζικό μας σύστημα, μεταξύ Ιουνίου 2013 και Ιανουαρίου 2015, μια χρονική περίοδο όπου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άντεξε και κατάφερε να σταθεί όρθιο έχοντας δεχθεί τις αρνητικές συνέπειες της πολυετούς οικονομικής κρίσης, που το οδήγησε σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες ωστόσο ολοκληρώθηκαν με επιτυχία.
Πριν αναλάβει τα ηνία της Eurobank στην Ελλάδα, διετέλεσε αντιπρόεδρος Νοτίου Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Κύπρος), της Επενδυτικής Τράπεζας Credit Suisse Europe με έδρα του το Λονδίνο. Από τον Μάιο 2010 μέχρι τον Φεβρουάριο 2013, ήταν διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής Νοτίου Ευρώπης της Credit Suisse Europe. Από το 2002 μέχρι το 2010, διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της Credit Suisse, υπεύθυνος για την Ελλάδα και Κύπρο.
Την περίοδο 1997-2002 διετέλεσε Διευθυντής της Credit Suisse Europe και υπεύθυνος για την Ελλάδα και Κύπρο. Την περίοδο 1989-1997, ήταν Διευθυντής στην BZW (Barclays de Zoete Wedd), την επενδυτική τράπεζα της Barclays Worldwide. Αρχικά εργάστηκε στην Αθήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πλέον παρέμεινε και εργάστηκε μέχρι το 2013. Από το 1986 έως το 1989 εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ από το 1984 έως το 1986 εργάστηκε στην Arthur Andersen & Co, στην Ελλάδα.
Ο Χρήστος Μεγάλου, από την νέα του θέση, καλείται να συμβάλει, μαζί με όλα διοικητικά στελέχη των τραπεζών, στην βασική πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες: Στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας – κατά το μερίδιο που αναλογεί σε αυτές – μετά από μία χρονική περίοδο βαθιάς ύφεσης, επιτελώντας το βασικό τους έργο που είναι η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με ότι θετικό συνεπάγεται αυτό για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επίσης το εγχώριο τραπεζικό σύστημα καλείται να συμβάλει στην επίτευξη σημαντικών επιμέρους στόχων, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν, τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων με κοινωνική ευαισθησία, την επιστροφή των καταθέσεων καθώς και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών στις τραπεζικές εργασίες που αλλάζουν ριζικά τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών.
Αναφορικά με το έργο του στην Τράπεζα Πειραιώς, όπως ανέφερε σε δήλωση του ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Γιώργος Χαντζηνικολάου «η μεγάλη διεθνής εμπειρία του (σσ Χρήστου Μεγάλου), η γνώση του για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, σε συνδυασμό με τη βαθιά κατανόηση της ελληνικής αγοράς, θα είναι πολύτιμα στοιχεία για την επιτυχία του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Τράπεζας Πειραιώς».
Στην πρώτη δήλωση του, με αφορμή την ομόφωνη εκλογή του, ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου εκφράζει τον ενθουσιασμό του με την ευκαιρία που του δίνεται να αξιοποιήσει την εμπειρία και τη γνώση που έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και να συμβάλλω στην νέα εποχή της Τράπεζας. «Θα ήθελα να εκφράσω την εμπιστοσύνη μου στο Διοικητικό Συμβούλιο και στο υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της Τράπεζας. Προσβλέπω στη στενή συνεργασία μαζί τους σε ένα δημιουργικό και παραγωγικό περιβάλλον, έτσι ώστε από κοινού να διασφαλίσουμε τον ηγετικό ρόλο της Τράπεζας Πειραιώς στην ανακάμπτουσα ελληνική οικονομία», ανέφερε ο κ.Μεγάλου.
Η Τράπεζα Πειραιώς το 2016 έκλεισε 100 χρόνια από την ίδρυση της – δημιουργήθηκε το 1916 στον Πειραιά – και όπως ανέφερε πέρυσι ο Μιχάλης Σάλλας που κράτησε το τιμόνι της Τράπεζας τα τελευταία 25 χρόνια, από ένα μικρό τραπεζικό ίδρυμα, αναδείχθηκε στην πορεία του χρόνου σε μία μεγάλη για την εγχώρια αγορά, ισχυρή και σημαντική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα τράπεζα. Ορόσημο για την ιστορία της Τράπεζας Πειραιώς υπήρξε η ιδιωτικοποίησή της το 1991, όταν είχε μερίδιο αγοράς μόλις 0,1% με 200 εργαζόμενους. Σήμερα αντιπροσωπεύει περίπου το 30% με 20.000 εργαζόμενους και σχεδόν 6 εκατομμύρια πελάτες.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ