«Συνεπώς, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος», τονίζει.
Για την ανάπτυξη κατεβάζει τον πήχυ στο 1,6% από 2,5% για το 2017 αφού επισημαίνει ότι η ανοδική τάση του β’ και γ’ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ’ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%.
Σύμφωνα με την τράπεζα, οι λόγοι της υποχώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής θα πρέπει να αναζητηθούν στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη.
Παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Για το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, η ΤτΕ εκτιμά ότι η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους. Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια).
Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι τα μέτρα αυτά, με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις και προβλέψεις, είναι αναγκαία για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Επομένως, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα του χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια.
Η ΤτΕ υποστήριζει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία. Μάλιστα η Ττε εκτιμά ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα πρέπει οι τράπεζες από την πλευρά τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Εκτός από τα δύο παραπάνω (διευθέτηση του δημοσίου χρέους και μείωση των «κόκκινων» δανείων) η ΤτΕ θεωρεί ότι για την επιστροφή στην ανάπτυξη απαιτείται η άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η αυξημένη έμφαση στη φορολογία μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα πρέπει να μετριαστεί υπέρ πολιτικών οι οποίες επικεντρώνονται στη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών.
Παράλληλα, σύμφωνα με την τράπεζα, απαιτούνται:
– Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
– Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
– Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
– Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
– Ειδικότερα για την απασχόληση, απαιτούνται πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και θα ενθαρρύνουν τη νέα επιχειρηματικότητα. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ώστε να προωθηθεί η καινοτομία, προϋπόθεση, όπως λέει η τράπεζα, για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
Τέλος η ΤτΕ εκτιμά ότι η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η συνακόλουθη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Τα δύσκολα είναι πλέον πίσω, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει πρακτικά ολοκληρωθεί και πλέον η έμφαση πρέπει να δοθεί στις ιδιωτικοποιήσεις, τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας παραδίδοντας στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής.
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στις συνθήκες που έχουν βελτιωθεί σημαντικά μετά το κλείσιμο της συμφωνίας και την απόφαση του Eurogroup και συνεχάρη το οικονομικό επιτελείο διότι μέσα σε δύσκολες συνθήκες μπόρεσαν και εκπλήρωσαν όλες τις δύσκολες προϋποθέσεις προκειμένου να ολοκληρωθεί αυτή η αξιολόγηση. «Το καλό τώρα είναι πως τα δύσκολα βρίσκονται πίσω μας και πρέπει να δούμε πράγματα εύκολα μεν αλλά κρίσιμα», είπε ο κ. Στουρνάρας.
«Είναι χαρά που βρίσκομαι πάλι στη Βουλή και παραδίδω στον πρόεδρο της Βουλής την έκθεση νομισματικής πολιτικής, νομίζω έχει χρήσιμες διαπιστώσεις και πρέπει να διαβαστεί. Διαπιστώνει ότι μετά το κλείσιμο της συμφωνίας και την απόφαση του Eurogroup, έχουν βελτιωθεί σημαντικά οι συνθήκες. Είμαστε ικανοποιημένοι, ως Τράπεζα της Ελλάδος, ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει πρακτικά σχεδόν ολοκληρωθεί, άρα θα πρέπει η έμφαση- γι΄αυτό και οι προτροπές που κάνουμε- να δοθεί στις ιδιωτικοποιήσεις, στις διαρθρωτικές αλλαγές ώστε οι αγορές να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και όσον αφορά στο τραπεζικό σύστημα στο μεγάλο ζήτημα της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπου αυτό το θεωρούμε ως ένα σημαντικό ζήτημα, όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για την ελληνική οικονομία συνολικά. Θα πρέπει οι τράπεζες να δώσουν έμφαση κυρίως στην αντιμετώπιση του προβλήματος των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών και να βοηθήσουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που οι επιχειρηματίες μοχθούν και αποπληρώνουν τα δάνεια τους», είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.