Μέσα στην γενικότερη παραφροσύνη, που μας έχει καταλάβει και δεν μας επιτρέπει να δούμε σωστά το εύρος της τρομακτικής οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας και να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, υπάρχουν ορισμένοι, που επιχειρούν να εμπλέξουν την Ελλάδα στη δίνη του ευρώ και να απαιτούν την έξοδο της από την ευρωζώνη.
Το δυστύχημα είναι ότι οι απόψεις αυτές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όχι μόνον στον εξωτερικό αλλά ανάμεσα και σε ορισμένους εξ ημών. Ισχυρίζονται ημεδαποί αναλυτές ότι δήθεν αν βγαίναμε από το ευρώ θα είχαμε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα ρευστότητας, που καταδυναστεύει τη χώρα αυξάνοντας την κυκλοφορία της δραχμής, κάτι, που δεν μπορούμε να κάνουμε σήμερα με το ευρώ. Οι απόψεις αυτές είναι γελοίες, αν δεν είναι και επικίνδυνες.
Αν υπήρχε όντως διαδικασία να βγούμε από τη ζώνη του ευρώ, κάτι, που ευτυχώς διαψεύδεται κατηγορηματικά κι από τον διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλωντ Τρισέ αλλά και τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, τότε οι επιπτώσεις θα ήταν καταστροφικές. Η ελληνική δραχμή θα έπρεπε να υποτιμηθεί σημαντικά κι η αντιστοιχία της προς το ευρώ από 340,75 που είναι σήμερα θα έπρεπε να φθάσει η και να ξεπεράσει τις 600. Αυτό θα είχε ανάλογη επίπτωση στο δημόσιο χρέος, που αποτιμάται σε ευρώ.
Από τα 300 περίπου δις, που είναι σήμερα θα εκτοξευόταν στα 400 δις κι ακόμα περισσότερα. Ομοίως, όλα τα εισαγόμενα προϊόντα θα αυξάνονταν κατά 40% έως 50%, προκαλώντας εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού σε διψήφιο νούμερο και καθιστώντας την ακρίβεια και την ανεργία εφιαλτικά προβλήματα για την χειμαζόμενη οικονομία μας. Συνεπώς, η έξοδος από το ευρώ, ακόμα κι αν υπήρχε η διαδικασία, θα ήταν καταστροφική.
Όμως κι η παραμονή μας στο ευρώ απαιτεί άλλου είδους προσέγγιση. Διότι είναι προφανές ότι δεν μπορούμε με την παρούσα, διαστρεβλωμένη λογική, που επικρατεί, αν βρούμε αποτελεσματικούς τρόπους καταπολέμησης της κρίσης. Το πρόβλημα στην Ελλάδα, το έχουμε γράψει κατ’ επανάληψη, δεν έχει σχέση άμεση με τη διεθνή κρίση του τραπεζοπιστωτικού συστήματος, πέραν του ότι κατέστησε δυσχερέστατο το δανεισμό μας. Η κρίση μας είναι κρίση του Δημοσίου. Σε μια χώρα, που έχει συνολικό τζίρο περίπου 260 δις ευρώ ετησίως (τόσο είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μας κάθε χρόνο), δεν είναι δυνατόν οι δημόσιες δαπάνες να προσεγγίζουν τα 80 δις ευρώ, όπως συνέβη πέρυσι.
Επί χρόνια, τα φορτώναμε όλα στο Δημόσιο. Για να ικανοποιήσουν τις πελατειακές τους σχέσεις οι πολιτικοί φόρτωναν το Δημόσιο με άχρηστους και συχνά διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους, καθιστούσαν το σύνολο της οικονομίας κρατικοδίαιτο. Κι επειδή δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν με τους φόρους που εισέπρατταν, οι κυβερνώντες δανείζονταν χωρίς μέτρο και χωρίς πρόβλεψη για το μέλλον, ανεύθυνα, επιπόλαια. Και τώρα, που ο υπέρμετρος δανεισμός έγινε βρόχος, που μας πνίγει με σπασμωδικές ενέργειες η κυβέρνηση Παπανδρέου αναζητεί τρόπους να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Ακόμα όμως αν μεσοπρόθεσμα τα καταφέρει, το βέβαιο είναι ότι μακροπρόθεσμα θα αποτύχουν οι πολιτικές αυτές. Αν δεν περιορισθούν δραστικά οι κρατικές δαπάνες κι αν κυρίως δεν αρχίζει να αποδίδει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, με προϊόντα και κυρίως υπηρεσίες που θα είναι ανταγωνιστικές. Αν δεν γίνουν όλα αυτά, όσο κι αν αυξηθούν οι φόροι από τα τσιγάρα η από τις γονικές παροχές, όπως προβλέπει ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, η ανακούφιση θα είναι μόνον βραχυπρόθεσμη. Η χρεοκοπία τα επόμενα χρόνια θα είναι, φευ, αναπόφευκτη.