Ενας παλιός κι έγκυρος γερμανός δημοσιογράφος μας έλεγε σε πρόσφατο ταξίδι μας στο Βερολίνο ότι κατά τη γνώμη του η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ «επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ασφυκτικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας σε δύσκολες εποχές, δεν εκτιμά την Ενωμένη Ευρώπη και δεν πιστεύει σε αυτήν».
Η άποψη αυτή έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά ανάμεσα και στους σημαντικότερους κοινοτικούς παράγοντες, που βλέπουν με τρόμο την πρόθεση της κ. Μέρκελ και της γερμανικής κυβέρνησης να επιβάλει έναν μηχανισμό στήριξης των κλυδωνιζόμενων οικονομιών, όπως της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που με μαθηματική ακρίβεια θα θέσει στο περιθώριο αρκετές οικονομίες της ζώνης του ευρώ, δημιουργώντας στην καλύτερη των περιπτώσεων δύο ταχύτητες για την ευρωζώνη.
Και δύο είδη ευρώ. Ένα σκληρό κι ισχυρό, που θα το έχουν λίγες μόνον χώρες, όπως η Γερμανία κι η Αυστρία, κι ενδεχομένως κάποιες νέες χώρες στην Ενωση, όπως η Νορβηγία, που μπορεί τότε να πεισθεί να συμμετάσχει. Κι ένα πιο «μαλακό» κι αδύναμο, που θα το έχουν χώρες όπως η Ελλάδα, και που φυσικά θα κινείται για χρόνια πολλά στην σφαίρα της ενδεχόμενης χρεοκοπίας και της χαμηλής ανάπτυξης.
Υπό την έννοια αυτή, η διάσκεψη κορυφής των «27» τον Δεκέμβριο, αποκτά πολύ μεγάλη σημασία, διότι τότε θα δοκιμασθεί η δύναμη της κ. Μέρκελ να επιβάλει τις απόψεις της επί του μηχανισμού αυτού, που έχει προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, ακόμα και της Ολλανδίας, που αναμένεται να είναι έτσι κι αλλιώς στην πρώτη ταχύτητα, αλλά και του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλωντ Τρισέ και του προέδρου του Γιούρογκρουπ Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος προσφάτως προειδοποίησε την Γερμανία ότι με την στάση της θα οδηγήσει στην πτώχευση πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες και κατά συνέπεια θα κλείσει αρκετές αγορές για τα γερμανικά προϊόντα.
Αλλά αυτό δεν φαίνεται σήμερα να απασχολεί την κυβέρνηση της κ. Μέρκελ, η οποία πριν από λίγες μέρες επανεξελέγη στην ηγεσία του κυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) της Γερμανίας με συντριπτική πλειοψηφία. Προβάλοντας αυτό το επιχείρημα, που φαίνεται να υιοθετεί μεγάλη πλειοψηφία γερμανών πολιτών, ότι δεν μπορεί ο γερμανικός λαός να πληρώνει την «σπάταλη ζωή» λαών, όπως οι έλληνες, χωρίς συνέπειες για εκείνους αλλά μόνον για τους γερμανούς.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που μαίνεται σήμερα στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο είναι ένας σκληρός νομισματικός πόλεμος, που ουδείς μπορεί μετά βεβαιότητας να διακρίνει τους «καλούς» και τους «κακούς», τα υπέρ και τα κατά των διαφόρων ενεργειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η στάση των ΗΠΑ, οι οποίες από τη μια επικρίνουν τη Γερμανία για την πρόθεση της να εντάξει και τους ιδιώτες, κυρίως τράπεζες, στον μηχανισμό στήριξης. Από την άλλη όμως προχωρούν στην έκδοση 600 δις δολαρίων, επικαλούμενοι τον αποπληθωρισμό, που υφίσταται πλέον στην αμερικανική οικονομία.
Η διάθεση αυτού του τεράστιου ποσού είναι βέβαιο ότι θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο το αμερικανικό δολάριο έναντι του ευρώ και θα καταστήσει ακόμα δυσκολότερες τις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Την ίδια ώρα, που η Κίνα, προκειμένου να σταματήσει την υπερθέρμανση της οικονομίας της προχωρεί από ότι φαίνεται στην αύξηση των επιτοκίων του γουάν, προκαλώντας εξίσου αναταραχές σε παγκόσμιο επίπεδο, σε μια παγκόσμια κοινωνία, που αγωνιά για το μέλλον και σε μια παγκόσμια οικονομία, που δεν φαίνεται να έχει υπερβεί τους μεγάλους κινδύνους της κρίσης και της ύφεσης, που είχαν προκληθεί από την τραπεζοπιστωτική κατάρρευση του 2008.
Η κατάσταση αυτή της αβεβαιότητας, της ρευστότητας και της ανασφάλειας πλήττουν ακόμα περισσότερο την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου η ενοποίηση παραμένει μόνον στα λόγια. Και βεβαίως ακόμα περισσότερο τις αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα, που αγωνιούν να επιβιώσουν σε ένα διαρκώς και πιο αρνητικό διεθνές περιβάλλον. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι έχουν αρχίσει να αυξάνονται οι απαισιόδοξοι, εκείνοι, που πιστεύουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, που συγκροτήθηκε το 1992 με την περίφημη Σύνοδο του Μάαστριχτ μπορεί στο ορατό μέλλον να καταρρεύσει υπό την πίεση και την ανεπάρκεια των μηχανισμών, που είτε δημιούργησε είτε απέτυχε να δημιουργήσει.