H χθεσινή (07.12.23) Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Κίνας πραγματοποιήθηκε σε μια στιγμή που εκατέρωθεν υπάρχουν πολλαπλοί λόγοι για δυσφορία στις μεταξύ τους σχέσεις – και που ενίοτε εκφράζονται δημόσια.
Το τελευταίο “επεισόδιο” ήταν η επίσημη αποχώρηση της Ιταλίας από την Πρωτοβουλία Belt and Road του Πεκίνου, και όλη η συζήτηση που την συνόδευσε, αλλά και η “προειδοποιητική βολή” της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν λίγο πριν μεταβεί στην κινεζική πρωτεύουσα πως η Ευρώπη έχει τα “εργαλεία” για να προστατεύσει την αγορά της, σε μια εποχή μάλιστα που η Κίνα εξαρτάται από την Ευρώπη ως εμπορικό εταίρο καθώς απορροφά την πλεονασματική της παραγωγή “συγκρατώντας” έτσι τους ρυθμούς με τους οποίους η οικονομία της επιβραδύνεται.
Υπό αυτούς τους όρους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “λίγο” το γεγονός ότι υπήρξε “συμφωνία” τουλάχιστον στο να δουν οι δύο πλευρές τις “λεπτομέρειες” για την επίτευξη μίας “πιο ισορροπημένης σχέσης” (τουλάχιστον σύμφωνα με τις δηλώσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ).
Η ΕΕ αποδίδει εν μέρει το κολοσσιαίο εμπορικό έλλειμμα που έχει με την Κίνα στη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες για να αποκτήσουν πρόσβαση στην κινεζική αγορά, κατηγορώντας γι’ αυτό την ασιατική υπερδύναμη.
Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με την ΕΕ έφτασε τα 400 δισ. δολάρια τους πρώτους 11 μήνες του 2023, αν και μειώθηκε από πέρυσι εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας.
Παραμένει, ωστόσο, μια τεράστια “ψαλίδα” η οποία αποτέλεσε σημείο διαμάχης στις χθεσινές συζητήσεις (07.12.23).
«Η Κίνα και η ΕΕ θα πρέπει να είναι εταίροι για αμοιβαία επωφελή συνεργασία», είπε ο Σι στους Ευρωπαίους ηγέτες, σύμφωνα με το κινεζικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua και ζήτησε να ενταθεί ο διάλογος για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης.
Πριν από αυτή την συμφιλιωτική νότα, το Πεκίνο είχε ήδη γνωστοποιήσει τη δυσαρέσκειά του για την έκκληση της Φον ντερ Λάιεν προς τις ευρωπαϊκές οικονομίες να διαφοροποιηθούν ή να απομακρυνθούν από την Κίνα για λόγους ασφαλείας, καθώς και μια ευρωπαϊκή έρευνα κατά των επιδοτήσεων για τις εισαγωγές κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων.
Βγαίνοντας από τη σύνοδο κορυφής, τόσο η Φον ντερ Λάιεν όσο και ο Μισέλ είπαν ότι είχαν «έντονες» συζητήσεις για επιδοτήσεις, εμπορικούς φραγμούς και ζητήματα πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας της Κίνας.
«Συμφωνήσαμε να μπούμε στις λεπτομέρειες για να δούμε τι μπορεί να γίνει για μια πιο ισορροπημένη σχέση», είπε ο Μισέλ.
Πέρα από το εμπόριο, οι ηγέτες της ΕΕ προέτρεψαν χθες (07.12.23) ξανά την Κίνα να βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Είπαν ότι η σχέση ΕΕ-Κίνας εξαρτάται από τη στάση του Πεκίνου απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία με εντολή του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίο ο Σι έχει δημιουργήσει στενούς δεσμούς.
«Εναπόκειται στον Πρόεδρο Σι να καθορίσει τη δική του θέση», είπε η Φον ντερ Λάιεν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. «Είμαστε ξεκάθαροι από την αρχή του πολέμου ότι το πώς θα τοποθετηθεί η Κίνα απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία θα καθορίσει τη σχέση ΕΕ-Κίνας».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος Σι προειδοποίησε τους καλεσμένους του από την ΕΕ να αποφύγουν «διάφορων ειδών παρεμβάσεις».
Όμως δεν είναι μόνο η Κίνα η οποία έχει συμφέρον από την εξομάλυνση των σχέσεων με την ΕΕ αλλά και η τελευταία, όπως εξηγούν πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και παρά την συχνά “σκληρή γλώσσα” η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιδιώκει διακοπή τους ή να ωθήσει τα πράγματα σε όρια.
Τούτο, διότι η ΕΕ θεωρεί την Κίνα ως “στρατηγικό ανταγωνιστή” της, μία φράση που όπως τονίζουν “ενοχλεί” το Πεκίνο εξαιτίας του δεύτερου συνθετικού της.
Οι ευρωπαϊκές πηγές σημειώνουν πως η ΕΕ έχει συμφέρον να διατηρεί ως σύμμαχο την Κίνα και αυτό αποδεικνύεται από τις τεράστιες κινεζικές επενδύσεις διαθεσίμων σε ευρώ και από τις εμπορικές σχέσεις των δύο.
Προσθέτουν ακόμα πως η όλη φιλοσοφία πίσω από τις σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα στηρίζεται στην ιδέα του de-risking, δηλαδή στον περιορισμό των διμερών σχέσεων με σκοπό την αποφυγή κινδύνων, ως προτιμότερη λύση από την ανάγκη διαχείρισης τους, ιδέα που προώθησε η ίδια η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν ως “απάντηση” στον Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος ζητούσε de-coupling (αποσύνδεση) από Κίνα και ΗΠΑ για να χαράξει η Ευρώπη τον δικό της δρόμο.
Υπήρξε συμφωνία ότι οι εμπορικές σχέσεις πρέπει να είναι ισορροπημένες, δήλωσε η φον ντερ Λάιεν μετά τη συνάντηση. Ωστόσο, η κινεζική ηγεσία απέφυγε να κάνει πραγματικές παραχωρήσεις στους Ευρωπαίους.
Για παράδειγμα, δεν συμφωνήθηκε προφανώς κανένα συγκεκριμένο μέτρο για τη μείωση του υψηλού εξαγωγικού πλεονάσματος της Κίνας και την προώθηση της κατάργησης των εμπορικών φραγμών για τις ευρωπαϊκές εταιρείες στην Κίνα.
Θέλουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από χώρες ειδικά όπως η Κίνα. Η πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν έχει επινοήσει τον όρο “derisking”, τη σταδιακή μείωση των εμπορικών εξαρτήσεων. Το Πεκίνο είναι αλλεργικό σε αυτόν τον όρο, καθώς υπονοεί ότι η Κίνα αποτελεί κίνδυνο.
Εκπρόσωποι της ηγεσίας της χώρας προειδοποιούν επανειλημμένα κατά της “πολιτικοποίησης” των οικονομικών σχέσεων.