Ως γραμμή άμυνας, στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η προσέγγιση, είναι η παράταση για ένα μικρό χρονικό διάστημα, του ισχύοντος πλαισίου, αλλά θα αποτελεί ήττα και για τους δύο. Σήμερα θα επιχειρηθεί να γεφυρωθεί το χάσμα αν και οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της … γεφύρωσης.
Και οι τράπεζες όμως δεν θέλουν να ξεχειλώσει το πλαίσιο. Αντίθετα ζητούν ο προστατευτισμός να έχει όρια και μάλιστα πολύ αυστηρά προκειμένου να δοθεί το μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι η περίοδος του προστατευτισμού τελείωσε και σύντομα οι κακοπληρωτές θα βρεθούν ενώπιος ενωπίω με τις ευθύνες τους.
Σε ότι αφορά την αξία κάτω από την οποία θα προστατεύεται η πρώτη κατοικία, η κυβέρνηση επιμένει παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή κοντά στα 200.000 ευρώ, που είναι ο μέσος όρος. Με βάση τον Νόμο Κατσέλη τα όρια προστασίας είναι 180.000 ευρώ για τον άγαμο και φτάνει τα 280.000 ευρώ για ζευγάρι με τρία παιδιά.
Οι τράπεζες κατεβάζουν τον πήχη προστασίας της πρώτης κατοικίας στις 100.000 ευρώ, με διάθεση, ωστόσο, να διαπραγματευθούν αύξηση του ορίου αυτού μέχρι τις 120.000 – 130.000 μάξιμουμ. Οι δανειστές μάλιστα θέλουν να είναι κοντά στις 80.000 ευρώ.
Επίσης η κυβέρνηση θέλει η προστασία στην πρώτη κατοικία να χορηγείται όχι μόνο για τα στεγαστικά δάνεια, αλλά και για τις περιπτώσεις ακινήτων που συνιστούν πρώτη κατοικία, τα οποία έχουν μπει ως εξασφαλίσεις σε δάνεια για επιχειρηματική/εμπορική δραστηριότητα.
Σε αυτό το σημείο οι τράπεζες εμφανίζονται κάθετα αντίθετες, εκτιμώντας ότι η προστασία πρέπει να παρέχεται μόνο όταν η πρώτη κατοικία συνδέεται με δάνειο στεγαστικής πίστης. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως υποστηρίζουν, η βεντάλια του καθεστώτος προστασίας ανοίγει για όλες τις κατηγορίες δανείων, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και μεγάλων καταναλωτικών, τη στιγμή που ήδη τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια σε καθεστώς προστασίας ανέρχονται σε 16 δις. ευρώ.
Του Θανάση Παπαδή