Πολλά έχουν ειπωθεί για υπερκέρδη διυλιστηρίων, για αυξημένα κρατικά έσοδα από τις υψηλές τιμές των καυσίμων και μία σειρά από ισχυρισμούς που διατηρούν σε υψηλή ένταση την προεκλογική αντιπαράθεση.
Μία αντιπαράθεση που… φούντωσε από την αναφορά του ισχυρού άνδρα της Motor Oil Γιάννη Βαρδινογιάννη, ότι σωστός όρος είναι «απρόσμενα κέρδη και όχι υπερκέρδη» διυλιστηρίων, ενώ σημείωσε παράλληλα ότι «η υψηλή κερδοφορία δεν συνεπάγεται αισχροκέρδεια», και παράλληλα τάχθηκε υπέρ της έκτακτης φορολογίας καθώς η ίδια η εταιρεία είχε προτείνει στην κυβέρνηση την επιστροφή μέρους της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ας κάνουμε μία προσέγγιση του θέματος προκειμένου να διαπιστώσει ο καθένας ποια είναι τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Η φορολόγηση των υπερκερδών
Τα έσοδα που θα προκύψουν για το δημόσιο από την επιπλέον φορολόγηση των κερδών για τα δύο διυλιστήρια ανέρχονται στα 650 εκατ. και θα καταβληθούν τους επόμενους μήνες και αυτό διότι ακόμη δεν έχουν υποβληθεί οι δηλώσεις για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα το κράτος έχει νομοθετήσει την φορολόγηση με συντελεστή 33% των υπερκερδών των διυλιστηρίων. Τα πλεονάζοντα κέρδη για την επιβολή της έκτακτης φορολόγησης ισούνται με τη θετική διαφορά μεταξύ των φορολογητέων κερδών φορολογικού έτους 2022 του υπόχρεου και του 120% του ποσού αναφοράς.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το ποσό αναφοράς ισούται με το 1/4 του αθροίσματος των φορολογητέων κερδών ή ζημιών των φορολογικών ετών 2018 έως και 2021.
Τα αυξημένα κρατικά έσοδα
Ως έτος αναφοράς θα πάρουμε το 2019 και αυτό διότι είναι η τελευταία χρονιά κανονικότητας που μπορεί να συγκριθεί εν μέρει με το 2022.
Πέρυσι τα έσοδα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης ήταν κατά περίπου 100 εκατ. χαμηλότερα σε σχέση με αυτά του 2019 και διαμορφώθηκαν σε 4,178 δις ευρώ, έναντι 4,274 δις ευρώ.
Η εικόνα όμως των εσόδων από ενεργειακά προϊόντα είναι εντελώς διαφορετική, αφού προκύπτουν σημαντικά αυξημένα έσοδα, κοντά στα 600 εκατ. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από τον ΦΠΑ ενεργειακών προϊόντων, που βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο έσοδα που προκύπτουν στην αντλία, έφτασαν πέρυσι τα 2,560 δισ. ευρώ, έναντι 1,978 δισ. ευρώ το 2019.
Η εικόνα που προκύπτει για τις λιανικές τιμές των καυσίμων, με βάση τα στοιχεία που αντλούμε από το παρατηρητήριο τιμών:
- Τον Ιούλιο του 2019 η μέση τιμή της βενζίνης είχε διαμορφωθεί στα 1,616 ευρώ το λίτρο, ενώ οι υπόλοιποι συντελεστές διαμόρφωσης τιμών ήταν το μεν Brent στα 63,8 δολάρια το βαρέλι και η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου ήταν στα 1,1160.
- Η υψηλότερη τιμή καταγράφεται για την αμόλυβδη βενζίνη τον Ιούνιο του 2022, ένα χρόνο πριν δηλαδή και ήταν στα 2,403 ευρώ το λίτρο. Η τιμή του Brent ήταν στα 105 δολάρια το βαρέλι και η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου ήταν στα 1,022.
- Σήμερα η μέση τιμή της βενζίνης είναι στα 1,8660 ευρώ το λίτρο, η τιμή του Brent είναι στα 77 δολάρια το βαρέλι και το ευρώ έναντι του δολαρίου στο 1,07.
Ας δούμε λοιπόν ποιες οι διαφορές που προκύπτουν για καταναλωτές και κράτος:
- Τον Ιούλιο του 2019 για να γεμίσει κάποιος το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του, με χωρητικότητα 50 λίτρα, χρειαζόταν 80,8 ευρώ, από τα οποία τα 51,235 ευρώ πήγαιναν στα κρατικά ταμεία (Φόροι, Τέλη και ΦΠΑ).
- Τον Ιούνιο του 2023, απαιτούνται για να γεμίσει το ίδιο ρεζερβουάρ 93,3 ευρώ, ενώ στα κρατικά ταμεία μπαίνουν τα 53,81 ευρώ.
- Τον Ιούνιο του 2022, χρειαζόταν 120,15 ευρώ, εκ των οποίων στα κρατικά ταμεία έμπαιναν 59,37 ευρώ.
Σε σχέση με το 2019, το κράτος εισπράττει σήμερα επιπλέον 2,57 ευρώ (2,5%) για κάθε φουλάρισμα (50 λίτρα), ενώ πέρυσι τον Ιούνιο εισέπραττε 8,135 ευρώ (8%) επιπλέον. Αντίστοιχα η επιβάρυνση του πολίτη σήμερα είναι 12,5 ευρώ και πέρυσι ήταν στα 39,35 ευρώ.