Προειδοποιήσεις για τον ρυθμό με τον οποίο «τρέχουν» οι διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης για την απορρόφηση των κονδυλίων, εξέφρασε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) στην ετήσια έκθεση της για την ελληνική οικονομία, καθώς το 2026 είναι και το έτος λήξης του Μηχανισμού.
Έτσι, αν και επισημαίνει πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία, η Τράπεζα της Ελλάδας «κρούει τον κώδωνα» του κινδύνου καθώς οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες και περιορισμούς των φορέων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ως προς τη διοικητική διεκπεραίωση και την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.
Παράλληλα, παρότι το ποσό των δανείων για τα οποία έχουν υπογραφεί συμβάσεις αυξήθηκε σημαντικά, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις παραμένουν σχετικά χαμηλές.
Όπως επισημαίνει η Τράπεζα, οι αδυναμίες αυτές μετριάζουν το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων.
Ως εκ τούτου, σημειώνεται πως κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU αλλά και του ΕΣΠΑ 2021-27.
Υπενθυμίζεται πως ο Προϋπολογισμός για το 2024 προβλέπει απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους 3,5 δισ. ευρώ (ή 1,5% του ΑΕΠ) από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 1,2 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 2,3 δισ. ευρώ δάνεια.
Η αναπτυξιακή συμβολή των ανωτέρω κονδυλίων αναμένεται να φτάσει στο 1,9% του ΑΕΠ και προβλέπεται ότι θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό επενδύσεων του 2024.
Έως τώρα, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (15 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 7,7 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 7,3 δισ. ευρώ σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της.
Ωφελούμενες από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μεγάλες αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς το 2023 οι πιστώσεις προς τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες ενισχύθηκαν σε όρους όγκου και βελτιώθηκαν σε όρους κόστους χάρη στην παροχή δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναπτυξιακών τραπεζών και με το ΤΑΑ.
Ιδιαίτερα ωφελούμενες ήταν οι επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, των οποίων η πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση δυσχεραίνεται εντονότερα σε σύγκριση με τις μεγάλου μεγέθους καθώς η νομισματική πολιτική αυστηροποιείται συντελώντας σε άνοδο των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού.