Διαβάστε όλο το άρθρο με τίτλο : Στα 395 δισ. ευρώ το κόστος του Grexit
”Κίνδυνος μετάδοσης: Ο φόβος των αγορών από τότε που ξεκίνησε η κρίση χρέους της ευρωζώνης. Η έξοδος της Ελλάδας από το ενιαίο νόμισμα θα φέρει αυτόν τον κίνδυνο στο επίκεντρο, και μάλιστα με τρόπο που ουδείς μέχρι σήμερα δεν είχε φανταστεί.
Η αποκαλούμενη Grexit θα θέσει υπό αμφισβήτηση τα τείχη προστασίας της ευρωζώνης -που πολλοί επενδυτές χαρακτηρίζουν ανεπαρκή- και θα ασκήσει τρομακτική πίεση στον τραπεζικό της κλάδο. Για τους περισσότερους στις αγορές, όμως, η βασική ανησυχία δεν αφορά τον άμεσο αντίκτυπο, αλλά κυρίως το παράδειγμα που θα θέσει η Ελλάδα για τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης.
«Η βασική ανησυχία κατά την άποψή μας δεν είναι κατ’ ανάγκην ο πρώτος αντίκτυπος, αλλά το τι συνεπάγεται για την αδιάσπαστη φύση της ευρωζώνης» αναφέρει ο Jim Reid της Deutsche Bank και συμπληρώνει: «Ειδικότερα, το τι θα συμβεί εάν στο μέλλον και άλλες χώρες της ευρωζώνης εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Οι επιπτώσεις, στο σύνολό τους μπορεί να μην γίνουν αισθητές αμέσως, καθώς πολλά μπορούν να συμβούν με τον καιρό. Η αποχώρηση της Ελλάδας μπορεί να είναι επικίνδυνο παράδειγμα, εάν οι άλλες οικονομίες συνεχίσουν να αποδυναμώνονται».
Το άμεσο κόστος κρίνεται ότι δεν θα είναι μικρό, δεδομένου ότι η Ελλάδα πιθανότατα θα κηρύξει στάση πληρωμών στο χρέος της. Χαρακτηρίζεται, όμως, διαχειρίσιμο.
Ο Νικόλαος Πανηγυρτζόγλου, της JPMorgan, εκτιμά ότι το άμεσο κόστος για την ευρωζώνη ανέρχεται στα 395 δισ. ευρώ – σε αυτά συνυπολογίζονται τα 240 δισ. ευρώ των πακέτων στήριξης για τη χώρα, τα 130 δισ. ευρώ του Target 2 με δανεισμό από κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών της ευρωζώνης και 25 δισ. ευρώ από τον δανεισμό εμπορικών τραπεζών.
Το μεγάλο και αναπάντητο μέχρι τώρα ερώτημα είναι πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος μετάδοσης. Οι αρχές της ευρωζώνης επεδίωξαν τη δημιουργία νέων θεσμών, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF), με μόνιμα και προσωρινά εργαλεία στήριξης αντιστοίχως, που συνδυαστικά έχουν δυνατότητα χρηματοδότησης ύψους 750 δισ. ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παράλληλα, έχει δείξει την ετοιμότητά της να στηρίξει τα κρατικά ομόλογα των χωρών της περιφέρειας όποτε κρίνεται απαραίτητο.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί στις αγορές ανησυχούν μήπως, αν οι θεσμικοί δανειστές όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση χάσουν όλα τα χρήματα που εμπιστεύθηκαν στην Ελλάδα, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν τη Ρώμη και τη Μαδρίτη. Το premium που πληρώνει η Ισπανία για να δανειστεί συγκριτικά με το γερμανικό επιτόκιο άγγιξε χθες νέο ρεκόρ, στις 481 μονάδες βάσης.
Πράγματι, οι ξένοι επενδυτές φαίνεται ότι έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους. Τους τελευταίους εννέα μήνες, οι ξένοι επενδυτές πούλησαν ιταλικά κρατικά ομόλογα ύψους 200 δισ. ευρώ. Αντιστοίχως, για τα ισπανικά ομόλογα, οι πωλήσεις από ξένους επενδυτές άγγιξαν τα 80 δισ. ευρώ με βάση τις εκτιμήσεις της JPMorgan. Επισημαίνεται ότι ξένοι επενδυτές κατέχουν κρατικά ομόλογα των δύο χωρών συνολικά 800 δισ. ευρώ.
Δύο είναι τα πιθανά σενάρια: Το πρώτο είναι εκείνο της άτακτης χρεοκοπίας στην Ελλάδα και το πανδαιμόνιο που θα ακολουθήσει με μαζικές πωλήσεις ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων. Το δεύτερο είναι λιγότερο καταστροφικό και αφορά μία τεράστια, συντονισμένη πολιτική δράση. Η ΕΚΤ θα θέσει και πάλι σε ισχύ το πρόγραμμα άμεσης αγοράς κρατικών τίτλων όπως επίσης και τη στήριξη των τραπεζών της ευρωζώνης. Θα πρέπει επίσης να ανακοινωθεί κάποια μορφή δημοσιονομικής ενοποίησης, που να αφορά μεταφορές από τις ισχυρές χώρες στις πιο αδύναμες.
Η κρίση θα αγγίξει πρώτα τις τράπεζες, των οποίων το κόστος χρηματοδότησης θα ενισχυθεί καθώς θα συρρικνώνεται η αξία των ομολόγων της περιφέρειας που παραμένει στην κατοχή τους. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη επειδή ορισμένες ισπανικές και ιταλικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα φθηνά δάνεια από την ΕΚΤ για να αγοράσουν εγχώριους κρατικούς τίτλους.
Ο τραπεζικός κόσμος, όμως, φαίνεται διχασμένος από το πόση αναστάτωση θα φέρει η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Ο Stuart Gulliver, διευθύνων σύμβουλος της HSBC, υποστήριξε την προηγούμενη εβδομάδα ότι «η ευρωζώνη θα επιβιώσει αλώβητη».
Οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι ως προς την προετοιμασία του χρηματοοικονομικού κλάδου έχουν γίνει όλα όσα μπορούσαν να γίνουν. Πολλές τράπεζες έχουν μειώσει την έκθεσή τους στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της περιφέρειας. Έχουν δημιουργηθεί σχεδιασμοί εκτάκτου ανάγκης ώστε να μπορέσουν οι τράπεζες να αντεπεξέλθουν με την εισαγωγή της δραχμής εντός 24 ωρών.
«Υπάρχουν δύο βασικά θέματα» αναφέρει ο Piers Le Marchang, της Nomura, και συμπληρώνει: «Κανείς δεν ξέρει ποια όπλα θα βγάλει η Ε.Ε. από τη φαρέτρα της και δεν ξέρουμε τι θα πράξει η Ελλάδα, η οποιαδήποτε άλλη χώρα, ως προς την αλλαγή της νομοθεσίας, αν θα υπάρξουν έλεγχοι στο συνάλλαγμα ή άλλα μέτρα που θα εμποδίσουν την πληρωμή μας».
«Βασικά, είναι μία τεράστια παρτίδα στο σκάκι, όπου είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς πέρα από την επόμενη κίνηση», προσθέτει.
Οι τράπεζες προετοιμάζονται για μία περίοδο με προβλήματα στην παροχή ρευστότητας ακόμη και στην περίπτωση ελεγχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, καθώς το κόστος δανεισμού θα ενισχυθεί και θα υπάρξουν περιορισμοί στη ροή του συναλλάγματος.
«Είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζει κανείς ότι μπορεί να περιοριστεί ο αντίκτυπος», αναφέρει ανώτατο στέλεχος βρετανικής τράπεζας και συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που η Ελλάδα αποχωρήσει ή χρεοκοπήσει, τότε η μετάδοση της κρίσης θα γίνει ένα κανόνι που θα βάλει εναντίον της Ισπανίας».
Οι τράπεζες δηλώνουν ότι οι εποπτικές αρχές, το τελευταίο διάστημα, διεύρυναν τις απαιτήσεις τους και τους ζήτησαν να προετοιμαστούν όχι μόνο απέναντι στην ελληνική έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά και στην πλήρη κατάρρευση της ένωσης. «Πριν από πέντε ή έξι εβδομάδες οι απαιτήσεις διευρύνθηκαν» αναφέρει ένας τραπεζίτης και συμπληρώνει: «Ειλικρινά όμως, δεν χρησίμευσε πολύ».
Οι τραπεζίτες παραπονούνται ότι οι εποπτικές αρχές και οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν αρκετά για να παράσχουν απαντήσεις ως προς αβεβαιότητες που παραμένουν – πώς θα επαναπροσδιοριστεί η ονομαστική αξία των συμβολαίων και σε ποιο βαθμό θα πυροδοτηθούν σημαντικές ρήτρες με αρνητικό αντίκτυπο. Υποστηρίζουν, πάντως, ότι δεδομένων των υφιστάμενων περιορισμών έχουν προετοιμαστεί όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ο κ. Le Marchant υποστηρίζει: “Η μεγάλη μου ανησυχία είναι η πλήρης έλλειψη προετοιμασίας για την παγκόσμια πραγματική οικονομία, για τον αντίκτυπο στις υπηρεσίες και τα προϊόντα”.
Διαβάστε επίσης :