Τα στοιχεία του Δεκέμβρη επιβεβαίωσαν μία μικρή αλλά ευδιάκριτη επάνοδο των πληθωριστικών πιέσεων στο κλείσιμο του χρόνου.
Το ερώτημα αν αυτό θα συνεχισθεί έχει αρχίσει να …μπερδεύεται με τις διάφορες ερμηνείες στις οποίες αποδίδεται μεταξύ των οποίων και τον επίμονο «πληθωρισμό της απληστίας», ήτοι της άμεσης και έμμεσης κερδοσκοπίας, ειδικά εκεί που τα συστήματα εποπτείας την ευνοούν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η αλήθεια είναι ότι η προσοχή για τα πραγματικά αίτια αυτής της ευδιάκριτης αύξησης του ΔΤΚ, βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό εκεί που κάθε κυβέρνηση δεν θέλει να κοιτάξουν οι καταναλωτές πολίτες.
Δηλαδή στην οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας το τελευταίο δίμηνο τρίμηνο έχει αρχίσει η απόσυρση των μέτρων στήριξης που είχαν εφαρμοσθεί για να μειωθούν οι συνέπειες από τις πιέσεις που κορυφώθηκαν το 2021 – 22. Και πιο συγκεκριμένα, σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης κυρίως στην τιμολόγηση των ενεργειακών προϊόντων από τα οποία αποσύρονται πλέον οι επιδοτήσεις στήριξης των τιμών, όπως έχει επίσης γίνει με την μείωση του ΦΠΑ σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.
Η επιστροφή στις τιμές τις «αγοράς» χωρίς κρατική επιδότηση για τους καταναλωτές, είτε στην τιμή του προϊόντος είτε στο ΦΠΑ που το συνοδεύει αποτελεί στο γύρισμα του χρόνου από το 2023 στο 2024 την βασική αιτία αναζωπύρωσης του πληθωρισμού, πέρα και ξέχωρα από κάθε άλλη αιτία εξωγενή ή εσωτερικής κερδοσκοπίας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Για την εγχώρια αγορά αυτό έχει ήδη αρχίσει τον Δεκέμβρη, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συνεχισθεί και τον Ιανουάριο, παρά το γεγονός ότι η συμπλήρωση του ετήσιου κύκλου συγκριτικής μέτρησης με τις τιμές στις αρχές του 2023 «κρύβει» ένα σημαντικό μέρος αυτής της αύξησης.
Και βέβαια αυτή η «επιστροφή» στις χωρίς επιδότηση τιμές της αγοράς θα αρχίσει να μεταβιβάζεται μέσω του εμπορίου και της παραγωγικής διαδικασίας στο σύνολο της οικονομίας με μεσοπρόθεσμες συνέπειες διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων.
Το γεγονός ότι η «άνοδος» αυτή προηγείται της κίνησης των κεντρικών τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια – η γενικευμένη εκτίμηση είναι ότι αυτό θα αρχίσει να συμβαίνει από τα μέσα του 2024 – αφήνει τις συνέπειες της δημοσιονομικής πολιτικής απόσυρσης των μέτρων στήριξης στην διαμόρφωση των τιμών ειδικά στον τομέα της ενέργειας, να αποτυπώνονται σχεδόν «ολόκληρες» πάνω στις τιμές χωρίς να μετριάζονται από μία μείωση στο κόστος του χρήματος.
Στην Ελλάδα, αυτό έχει έμμεσα ακόμα μεγαλύτερη ένταση σαν φαινόμενο, καθώς το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να «δανείζεται» από τους καταθέτες σε εξωφρενικά χαμηλές τιμές (επιτόκια καταθέσεων), αλλά να «δανείζει» στην οικονομία και στα νοικοκυριά σε επίσης εξωφρενικά υψηλές τιμές (επιτόκια δανεισμού) συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Παράλληλα, πρέπει να προσέξει κανείς ότι σε όλες τις δημόσιες δηλώσεις τους οι κεντρικοί τραπεζίτες, όπως επίσης και τα πρακτικά των συνεδριάσεων των Συμβουλίων των Κεντρικών Τραπεζών τον Δεκέμβριο, υπογραμμίζουν σε διάφορα επίπεδα την εκτίμηση για την διαπίστωση «πρωτοφανούς αβεβαιότητας» για τις εξελίξεις, παρά την σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Εξ ου και η απόφαση για διακοπή μεν της ακολουθίας των επανειλημμένων αυξήσεων στα επιτόκια, αλλά όχι συγκεκριμένη στοχοθέτηση για την μείωσή τους. Και αυτό παρά τις ασφυκτικές πιέσεις των αγορών για μειώσεις επιτοκίων (στις ΗΠΑ) από τον ερχόμενο Μάρτιο, κάτι στο οποίο συμβάλει βέβαια και το προεκλογικό περιβάλλον.
Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί αυτή την γενικευμένη εκτίμηση «αβεβαιότητας»; Σε πρώτη ματιά είναι ένας εκρηκτικός συνδυασμός γεωπολιτικών αναταραχών πρωτοφανούς έκτασης και νομισματικής αστάθειας που τροφοδοτείται από την εξωφρενική επέκταση του χρέους, κρατικού και ιδιωτικού. Ένας συνδυασμός που δείχνει να ξεπερνά σε έκταση και βάθος, το αντίστοιχο «περιβάλλον» της μεγάλης περιπέτειας της δεκαετίας του 70’.
Και οι Κεντρικές Τράπεζες, ειδικά η Fed όπως και οι ευρωπαίοι Κεντρικοί Τραπεζίτες, σ’ αυτή την δεκαετία καταλήγουν σχεδόν πάντα καθώς προσπαθούν να ξεμπλέξουν τα νήματα που συνθέτουν το κουβάρι της κρίσης από το 2008 μέχρι και σήμερα. Τα ερωτηματικά είναι πολλά και οι απαντήσεις ακόμα …λίγες.