Το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος πήρε προσωρινή αναβολή μετά την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) να διατηρήσει τα βασικά επιτόκια δανεισμού μεταξύ 0% και 0,25%.
Η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED), που αναμενόταν με αγωνία στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου από τους εκπροσώπους του χρηματοοικονομικού κλάδου και όχι μόνο, έγινε. Τα βασικά επιτόκια δανεισμού διατηρήθηκαν αμετάβλητα μεταξύ 0% και 0,25%, όπως ανακοινώθηκε απόψε στην Ουάσιγκτον.
Ως εκ τούτου επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις εκείνης της μερίδας αναλυτών που είχαν προβλέψει ότι η πρόεδρος της FED Τζάνετ Γέλεν θα προτιμούσε να αναβάλει την πολυσυζητημένη αύξηση των βασικών επιτοκίων εξαιτίας των πρόσφατων σοβαρών αναταράξεων στις κινεζικές χρηματαγορές, αλλά και των ανησυχιών για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και ειδικότερα για τις οικονομικές εξελίξεις στις χώρες με αναδυόμενες οικονομίες.
«Κάθε άλλο παρά εξεπλάγην. Θα με είχε σοκάρει αν η FED είχε αυξήσει τα επιτόκιά της. Διότι η αγορά θα ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από προετοιμασμένη γι’ αυτό», σχολίασε ο Μπομπ Μισέλ, επικεφαλής επενδύσεων του επενδυτικού ομίλου J.P. Morgan Asset Management.
Την ελπίδα να καταστεί σύντομα εφικτή η αύξηση των βασικών επιτοκίων εξέφρασε ο Φόλκερ Τράιερ, ειδικός για τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της Γερμανικής Ένωσης Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων (DIHK). Όπως διευκρίνισε, «η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ αυτή τη χρονική στιγμή θα ήταν επικίνδυνη, διότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολλές εστίες κρίσης παγκοσμίως -από την Κίνα μέχρι τη Βραζιλία. Πολλές χώρες με αναδυόμενες οικονομίες διάγουν περίοδο κρίσης. Με μια αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων η εκροή κεφαλαίων από αυτές τις χώρες θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη από όσο είναι ήδη».
Η FED «είναι δέσμια του αμετάβλητου των επιτοκίων της», εκτίμησε ο Ότμαν Λανγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Targobank. Όπως εξήγησε, «μία πραγματική αλλαγή στην πολιτική του φθηνού χρήματος θα μπορούσε να προκαλέσει αστάθεια στη διαδικασία ανάκαμψης στην αμερικανική αγορά ακινήτων. Εκτός αυτού, σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ με παράλληλες πολιτικές μηδενικών επιτοκίων στον υπόλοιπο κόσμο θα προκαλούνταν ισχυρή αύξηση της αξίας του δολαρίου». Ένα ισχυρότερο δολάριο θα είχε σύμφωνα με τον Γερμανό αναλυτή δύο προφανείς επιπτώσεις. «Από τη μία θα πλήττονταν δραστικά οι αμερικανικές εξαγωγές και από την άλλη θα υπήρχε εκροή πολύ υψηλών χρηματικών ποσών από τις αναδυόμενες οικονομίες, γεγονός που θα προκαλούσε δραματική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας εκεί».
Πάντως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προσδοκούσαν ότι η FED θα έπαιρνε τη θαρραλέα απόφαση, ανακοινώνοντας απόψε την αύξηση των βασικών της επιτοκίων παρά τις ισχυρές αντενδείξεις.
«Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ είναι απογοητευτική και ασυνεπής», σχολίασε ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW). Σύμφωνα με τον Γερμανό οικονομολόγο, «η FED επηρεάστηκε από την ισχυρή πίεση των χρηματαγορών. Μία πολιτική μηδενικών επιτοκίων δεν είναι κατάλληλη πλέον, καθότι η αμερικανική οικονομία δεν βρίσκεται πια σε κρίση».
Κατά την άποψη του Μαρσέλ Φράτσερ, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις χρηματαγορές δεν είναι η αύξηση των βασικών επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, αλλά η διαρκής αβεβαιότητα για την τροχιά των ΗΠΑ στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής».
Πηγή Deutsche Welle