Τελικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν τράβηξε τις ελληνικές τράπεζες από την πρίζα αφού έδωσε ακόμα μία μικρή ανάσα 3,3 δισ. ευρώ πηγαίνοντας κόντρα στους Γερμανούς και ειδικά τον Βάιντμαν ο οποίος ζητούσε ακόμα και περιορισμό του ELA.
Χορηγώντας ρευστότητα ως τις 4 Μαρτίου ο Ντράγκι προχωρά και πέρα από το πρόγραμμα που λήγει στις 28 Φεβριουαρίου, κίνηση που δείχνει πως δεν είναι διατεθειμένος να σπρώξει τις ελληνικές τράπεζες στο γκρεμό.
Από την άλλη πλευρά η χορήγηση μόνο 3,3 δις. ευρώ επιπλέον, ποσό ανεπαρκές για 15 μέρες, δείχνει πως ασκεί πίεση και μάλιστα ασφυκτική στην ελληνική κυβέρνηση για να βρεθεί μία συμφωνία με τους πιστωτές το συντομότερο δυνατό.
Κι΄ αυτό χωρίς συμφωνία αναμένεται να συνεχιστούν οι εκροές καταθέσεων και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό (χθες κινήθηκαν μεταξύ 400 και 500 εκατομμυρίων ευρώ) με αποτέλεσμα οι τράπεζες να βρεθούν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο.
Στην περίπτωση αυτή και αν η ΕΚΤ δεν χορηγήσει νέα έκτακτη ρευστότητα, πράγμα πολύ δύσκολο με τις πιέσεις που ασκούν Γερμανοί, αλλά και άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες, θα αναγκαστούν η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος να λάβουν μέτρα περιορισμού της κίνησης των κεφαλαίων μέχρι να υπάρξει συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών.
Υπενθυμίζεται ότι το έκτακτο σχέδιο Προβόπουλου, σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου του περιορισμού, προέβλεπε αναλήψεις από τα ΑΤΜ’ς ως 200 ευρώ ανά λογαριασμό και ανά ημέρα.
Δεν αποκλείεται το ποσό αυτό, λένε τραπεζίτες να είναι μικρότερο και θα εξαρτηθεί από το χρόνο που θα εφαρμοστεί το μέτρο και από τα διαθέσιμα των τραπεζών.
Σύμφωνα με τη χτεσινή απόφαση της ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να δανειστούν από τον ELA ως 68,3 δις. ευρώ, ενώ έχουν ήδη δανειστεί άλλα 27 περίπου δις. από την κανονική γραμμή της ΕΚΤ.
Τέλος να ληφθεί υπόψη ότι οι αναλήψεις που πηγαίνουν στα σεντούκια και τα μαξιλάρια μειώνουν και τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Κανονικά η αξία αυτών των χαρτονομισμάτων ήταν 30 δις. ευρώ περίπου, ενώ μέχρι πρότινος είχαν τοποθετηθεί σε σεντούκια και μαξιλάρια σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τραπεζιτών περί τα 10 δις. ευρώ.